Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Φρανκφούρτης: Σε Χαμηλούς Τόνους

Δ

Πηγή: Αυγή
Hμερομηνία δημοσίευσης: 21-10-2012

Του Ανταίου Χρυσοστομίδη

Η φετινή διεθνής έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης σίγουρα δεν θα περάσει στην Ιστορία ως μια αξιομνημόνευτη έκθεση. Μια γενική γκριζάδα που προαναγγέλλει ίσως μια κρίση -ή ίσως να μην προαναγγέλλει απολύτως τίποτα (φυσικό είναι, σε έναν θεσμό που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, να υπάρχουν τα πάνω και τα κάτω) παρά μόνο τη διαπίστωση ότι διανύουμε μια μεταβατική φάση στον χώρο της διεθνούς βιβλιοπαραγωγής- ήταν εμφανής σε όλες τις πτέρυγες της έκθεσης, με εξαίρεση ίσως τα κτήρια των Γερμανών εκδοτών που έχουν πάντα κάτι να προτείνουν και που γεμίζουν τα Σαββατοκύριακα από χιλιάδες επισκέπτες. Οι εκθέτες ήταν λιγότεροι, οι τίτλοι ήταν λιγότεροι, οι επισκέπτες συγγραφείς επίσης λιγότεροι.

Τη μεγαλύτερη κρίση φαίνεται να περνούν οι ΗΠΑ και κάποιες χώρες της δυτικής Ευρώπης όπως η Ισπανία. Η Ισπανία, που κάλυπτε πάντα τον μισό όροφο του κτηρίου 5, φέτος ήταν η σκιά του εαυτού της. Σε ανάπτυξη, αντίθετα, οι χώρες της βόρειας Ευρώπης, οι οποίες αναθαρρημένες από την επιτυχία των αστυνομικών μυθιστορημάτων τους που έγιναν μόδα, μεγάλωσαν τα περίπτερά τους, οργάνωναν καθημερινά κοκτέιλ, και προσπαθούσαν να πουλήσουν τους επίδοξους νέους Στιγκ Λάρσον.

Ναι. Αν ήταν κάτι που χαρακτήρισε αυτή τη χαμηλών τόνων φετινή έκθεση, ήταν η απόλυτη κυριαρχία του αστυνομικού μυθιστορήματος με όλα τα παρακλάδια του: τα θρίλερ, τα νουάρ, τις γοτθικές περιπέτειες. Είτε ποιοτικά είτε όχι, τα αστυνομικά ζούνε τη χρυσή τους εποχή. Υπάρχουν πλέον αστυνομικά για απαιτητικούς αναγνώστες, αστυνομικά για αφηρημένους αναγνώστες, αστυνομικά για γυναίκες, αστυνομικά για παιδιά, αστυνομικά για γαλανομάτηδες, αστυνομικά για αριστερόχειρες. Αστυνομικά με πρωταγωνιστές κάποιους μόνιμους χαρακτήρες, αστυνομικά με χάπι-εντ, αστυνομικά βίαια, αστυνομικά που ρίχνουν το βάρος τους στην πολιτική πραγματικότητα, αστυνομικά που ακολουθούν την πατροπαράδοτη αγγλική λογική.

(Η άλλη τάση που περίμεναν όλοι, μετά τη διεθνή επιτυχία εκείνου του ανεκδιήγητου υποτιθέμενου ερωτογραφήματος με τις «50 αποχρώσεις του γκρι», δεν εμφανίστηκε ή χάθηκε μέσα στην πλημμυρίδα των ροζ μυθιστορημάτων που εξακολουθούν να ικανοποιούν τις ανάγκες ανικανοποίητων συνήθως γυναικών. Όμως κι αυτό το ρεύμα φαίνεται κάπως να υποχωρεί. Μόνη εξαίρεση η Ελλάδα που εξακολουθεί να πουλάει φτηνά ερωτικά όνειρα με τη σέσουλα…)

***

Και με τα περιβόητα e-books τι γίνεται; Παρά τη σχεδόν υστερική προώθησή τους από τα μίντια (δεν έχω καταλάβει ακόμα το γιατί, ίσως επειδή οι δημοσιογράφοι ψάχνουν διαρκώς νέα θέματα για να ασχοληθούν), φαίνεται ότι τα ηλεκτρονικά βιβλία δεν πάνε όπως όλοι περίμεναν.

Στις ΗΠΑ καλύπτουν, στις καλύτερες περιπτώσεις, μόλις το 15-18% του συνολικού τζίρου των εκδοτικών οίκων, ενώ στην Ευρώπη τα νούμερα έχουν καθηλωθεί σε ένα φτωχικό 9%. Και το χειρότερο; Οι αγοραστές των ηλεκτρονικών βιβλίων δεν είναι τελικά οι νέες γενιές (όπως όλοι πίστευαν και μερικοί ελπίζανε) αλλά οι μεσήλικες που θέλουν να εκμοντερνιστούν και να αποφύγουν -λένε- τα περιττά βάρη στις διακοπές τους.

Στη φετινή έκθεση οι συζητήσεις μεταξύ εκδοτών για τα e-books κατέληγαν ότι μάλλον ζούμε σε μια μεταβατική φάση, κι ότι κάτι άλλο θα έρθει να αντικαταστήσει ακόμα κι αυτά που διαφημίστηκαν ως το αύριο του βιβλίου.

***

Για το ελληνικό περίπτερο δεν έχει πολλά κανείς να πει. Μικρό, στενόχωρο, χωρίς ούτε μια νέα ιδέα στον σχεδιασμό ή στην κατασκευή του, ήταν η πιστή απεικόνιση αυτού που σήμερα είναι η Ελλάδα. Καλύπτοντας το ένα όγδοο περίπου του χώρου που κάλυπτε η γειτονική Τουρκία (όποιος προχωρούσε σε συγκρίσεις μεταξύ των δύο γειτόνων σίγουρα δεν θα είχε την αίσθηση αυτής που είναι η πραγματική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών), με πέντε μόνο συμμετέχοντες με δικό τους χώρο -έναν χώρο 2 Χ 2 μ.- εκδότες (Άγρα, Εστία, Καστανιώτης, Λιβάνης, Πατάκης), με ράφια που φιλοξενούσαν επί πληρωμή αντίτυπα άλλων εκδοτών, και με μια πρόχειρη παρουσίαση κάποιων βραβευμένων στην Ελλάδα ελληνικών βιβλίων, το περίπτερο απλώς υπενθύμιζε ότι υπάρχουμε ως χώρα, ότι δεν έχουμε καταστραφεί εντελώς, ότι είμαστε κι εμείς στη Φρανκφούρτη.

Οι κρίσεις, μερικές φορές, κάνουν καλό όταν μπορούμε να καθαρίσουμε το βλέμμα μας κοιτάζοντάς τες. Έτσι όπως είναι δομημένο σήμερα το περίπτερο (και δεν έχει καμιά σημασία αν σήμερα είναι το ΕΚΕΒΙ που το σχεδιάζει, ενώ χθες ήταν ο Ομοσπονδία εκδοτών – ίδια ήταν η αντίληψη και χθες και σήμερα), με το βλέμμα στραμμένο προς το εσωτερικό της χώρας αντί προς τα έξω -το αντίθετο κάνουν π.χ. οι Τούρκοι, και το κάνουν πολύ καλά-, δεν προσφέρει τίποτα ούτε στην προβολή της χώρας, ούτε στην προβολή των Ελλήνων εκδοτών, ούτε στην προβολή γενικότερα της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Δεν κάνεις εξωτερική πολιτική γεμίζοντας ράφια με ατάκτως ερριμμένους διάφορους ελληνικούς τίτλους που δεν πλησιάζει ποτέ κανένας ξένος εκδότης, μόνο και μόνο επειδή θέλεις να έχεις μια ποσοτική παρουσία εκδοτών για να ικανοποιείς τα στατιστικά σου στοιχεία.

Το μόνο αληθινό ενδιαφέρον που έδειχναν οι ξένοι επισκέπτες της έκθεσης ήταν για τα φυλλάδια του ΕΟΤ που μοιράζονταν δωρεάν. Αν κρίνει κανείς από το ενδιαφέρον που έδειχναν οι περαστικοί, η Θάσος φέτος θα είναι γεμάτη Γερμανούς. Είναι όμως υπό συζήτηση αν θα υπάρξει κάποιος Γερμανός εκδότης που θα αποφασίσει να μεταφράσει ένα ελληνικό μυθιστόρημα. Κι αυτό, νομίζω, τα λέει όλα.

Αξίζει το φετινό Νόμπελ;

Ευτυχώς υπάρχουν και τα Νόμπελ. Και η απονομή του Νόμπελ λογοτεχνίας, όποτε συμπίπτει χρονικά με την Έκθεση, είναι πάντα μια ευχάριστη στιγμή.
Η είδηση της απονομής του φετινού Νόμπελ στον Κινέζο Μο Γιαν με βρήκε στο περίπτερο ενός ισπανικού εκδοτικού οίκου. Χειροκροτήματα, αγκαλιές, η επιβράβευση για έναν εκδότη είναι πάντα μερικές αναπάντεχες χιλιάδες πωλήσεις των βιβλίων του βραβευμένου συγγραφέα. Φέτος, στην Ελλάδα, τυχερές ήταν οι Εκδόσεις Καστανιώτη που διαθέτουν το μοναδικό βιβλίο του Μο Γιαν που έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, το «Οι μπαλάντες του σκόρδου» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος).

Αξίζει το φετινό Νόμπελ; Ένα ερώτημα που ακούγεται συχνά. Η απάντηση είναι ναι, αξίζει. Η Σουηδική Ακαδημία έχει τη συνήθεια, την πολύ καλή συνήθεια, να βραβεύει άλλοτε καταξιωμένους διεθνώς συγγραφείς (όπως π.χ. τον Μάριο Βάργκας Λιόσα) κι άλλοτε σπουδαίους συγγραφείς που είναι γνωστοί στις χώρες τους και ίσως σε κάποιους ειδήμονες διεθνώς, αλλά δεν είναι γνωστοί στο ευρύ παγκόσμιο κοινό (τέτοια ήταν η περίπτωση της Χέρτα Μύλερ, του Ίμρε Κέρτες αλλά και του Ζοζέ Σαραμάγκου που έγινε παγκοσμίως γνωστός χάρη στο Νόμπελ).

Ο Μο Γιαν ανήκει σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία. Γνωστός εδώ και χρόνια ως ο καλύτερος Κινέζος συγγραφέας, είχε και τη φήμη του ανθρώπου που δεν εγκατέλειψε ποτέ τη χώρα του ούτε όταν του απαγόρευαν τα βιβλία (και οι «Μπαλάντες του σκόρδου» είχαν απαγορευτεί). Ο Μο Γιαν είναι ένας βαθιά πολιτικός συγγραφέας που περνάει τις απόψεις του μέσα από ένα ανεξάντλητο χιούμορ και μέσα από την αλληγορία. Και το σημαντικότερο; Είναι ένας πραγματικά Κινέζος συγγραφέας, με κινέζικη γραφή, με έναν ρεαλισμό που διαφέρει από τον δυτικό ρεαλισμό – κι όχι σαν τους χιλιάδες ιμιτασιόν συμπατριώτες του συγγραφείς οι οποίοι γεννήθηκαν και ζουν στις ΗΠΑ και οι οποίοι γράφουν με έναν δυτικό τρόπο γραφής που καμιά σχέση δεν έχει με την Κίνα.

Από αυτή την άποψη η Σουηδική Ακαδημία έστειλε πολλαπλά μηνύματα με αυτό το Νόμπελ. Και πρώτα από όλα ότι η λογοτεχνία είναι -πρέπει να είναι- πολυπρόσωπη και πολυσυλλεκτική, να καθρεφτίζει τις ανάγκες και τις παραδόσεις ενός τόπου, τη γλώσσα του, τα αρώματά του.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Η Σύνταξη

Kατηγορίες

Ιστορικό