Ζυράννα Ζατέλη: Από το αφιέρωμα του περιοδικού “οδός Πανός”

Ζ

Το περιοδικό « οδος Πανός», στο τελευταίο του τεύχος για το 2010, κάνει ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στην Ζυράννα Ζατέλη. Την μεγαλύτερη, κατά κοινή ομολογία, σύγχρονη  Ελληνίδα μυθιστοριογράφο.
Από αυτό το αφιέρωμα κρίναμε σκόπιμο να αναδημοσιεύσουμε δύο χαρακτηριστικά κείμενα, παλιά βέβαια, αλλά από τα πιο ενδιαφέροντα του αφιερώματος.

Εμμονές και ψυχανεμίσματα

Από την Ζυράννα Ζατέλη

Αν και πρόκειται για μορφή ιδεοληψίας, ούτως ή άλλως, θα ήθελα να ενισχύσω ή να κάνω πιο ανθρώπινο το νόημα της εμμονής και να πω «η προσήλωση του συγγραφέα». Η εμμονή μοιάζει να υπαινίσσεται μια σκληρή αναγκαιότητα, η προσήλωση έχει μια γλυκύτερη μα και ουσιαστικότερη χροιά ως «άκουσμα», και κυρίως μια ευλαβικότητα απέναντι στη γονιμοποιό οδύνη της ψυχής μας. Θα ήθελα επίσης να θυμίσω, εαυτοίς και αλλήλοις, ότι προσπαθώντας να επιλύσουμε τον γρίφο της γραφής μας – του γραπτού μας, και με την έννοια τρόπον τινά της ειμαρμένης -, κατά βάθος μάλλον ξορκίζουμε την λύση του ίνα παραταθεί το ταξίδι… Με άλλα λόγια, αποκαλύπτουμε άμα και αποκρύπτουμε, αυτή είναι η φύση της δουλειάς μας. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ Μετά από αυτά δέχομαι να ομολογήσω ότι συχνά έχω την αίσθηση, την πολύ ενδόμυχη αίσθηση, πως η «μαγιά» που συνιστά τα αγαπημένα μου θέματα και ανακινεί με τρόπο καθοριστικό τα εσώψυχά μου και κατ’ επέκτασιν την πένα μου, έχει να κάνειοπωσδήποτε και με κάποια πράγματα που ξέχασα, όχι μόνο με όσα θυμάμαι. Για να γίνω πιο σαφής, θα αναφέρω έναν στίχο του Μανολη Ξεξάκη από τις «Ασκήσεις Μαθηματικών»: αυτό που φαίνεται κρύβει το σκοτάδι. Μια βασική προσήλωση μου λοιπόν είναι σε αυτό που κρύβεται – για να μη σας πολυτρομάξω με τη λέξη σκοτάδι -, στην αινιγματική «παρουσία» του αφανούς, του λησμονημένου, στο θαμπό του μειδίαμα μέσα στον χρόνο στο αεράκι του άρρητου… Δεν θα πέσω στην αντίφαση να πω ότι γνωρίζω τα λησμονημένα, απλώς ότι αισθάνομαι κατοικημένη και από αυτά, ψυχανεμίζομαι την άδηλη (ουχί και «άδολη») ύπαρξη τους, την ανυπολόγιστη δύναμη τους, και αυτό το πράγμα, συγκινησιακά, είναι σαν να μου επιτρέπει να αντλώ από τα κατάστιχα της λήθης – έτσι θα το ονόμαζα, ποιητική αδεία – ό,τι σχεδόν και από το βασίλειο της μνήμης. Μια ηρωίδα στο μυθιστόρημα που γράφω τώρα («Το πάθος χιλιάδες φορές») λέει, ή μάλλον σκέφτεται, για μια ανήλικη υπνοβάτισσα, όταν αυτή η τελευταία κάνει αιφνιδίως κάτι που συνηθίζει να το κάνει μόνο όταν υπνοβατεί, ποτέ όταν είναι ξύπνια. Σε μια στιγμή ωστόσο τη βλέπουμε να το τελεί, όλως ασυναίσθητα, και υπό κανονικές συνθήκες, μέρα μεσημέρι. Και σκέφτεται λοιπόν η άλλη, η ενήλικη: Ως ξύπνια δεν γνωρίζει το γιατί, μα η ψυχή της θυμάται. Η ψυχή μας θυμάται, με άλλα λόγια, ό,τι ως ενσυνείδητα όντα ενδεχομένως χάσαμε ή ξεχάσαμε. Αυτή η κρυμμένη μνήμη, η λανθάνουσα, με σαγηνεύει ιδιαίτερα στη δουλειά μου ως συγγραφέα, και στη ζωή μου γενικότερα, αλλά δεν εννοώ με τούτο – για να προλάβουμε τυχόν παρερμηνείες – ότι θα μ’ ενδιέφερε να προσφύγω σε ιδεολογικής, φιλοσοφικής, θρησκευτικής, ψυχαναλυτικής ή έστω ψυχολογικής φύσεως διεξόδους προκειμένου να υποστηρίξω την αγάπη μου για το μυστήριο που λέγεται ψυχή. Δουλειά μου είναι η αχανής μυθοπλασία, η συνάφεια με τα εσώτερα του βίου και της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι λεπτές δοσολογίες και δοσοληψίες ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στο δράμα και την πανουργία της ύπαρξης, έχοντας βέβαια στη διαθεσή μου – όπως σωστά επεσήμανε σε μια κριτική της η Δανάη Κουλμάση – και την ανατρεπτική εκείνη ειρωνεία σε καταστάσεις όπου ο πόνος πάει να ρουφήξει το μυαλό (εδώ παρενθετικά θα αναφέρω μια ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ, για μένα η κορυφαία του: «Το χιούμορ είναι η ευγένεια του απελπισμένου»).

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΟΥ

Μια άλλη εμμονή είναι το βλέμμα «του εντομολόγου» πάνω στα πράγματα. Μία εν πολλοίς ανύποπτη κίνηση, μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια (ο ίσκιος μιας τρίχας στο μέτωπο, το παιχνίδισμα μιας ηλιαχτίδας πάνω στο φρύδι ενός ετοιμοθάνατου, ή πώς θα παίξει καμιά φορά το μάτι, το ρουθούνι, μια φλεβίτσα στη γούβα του κροτάφου), ενδέχεται να αποβούν καθοριστικά για την εξέλιξη ή την «ανάδειξη» μιας κατάστασης, να λειτουργήσουν σαν μύχιοι σπασμοί της ίδιας της ζωής. Όσο πιο άπιαστο ένα στοιχείο, τόσο με τρώει να το «συλλάβω», να το αποτυπώσω… όχι από πείσμα αλαζονικό, μα επειδή, ειλικρινά, αυτό είναι που με έχει κατ’ εξοχήν μαγέψει και «γονατίσει» και μέσω αυτού αξίζει, νομίζω, τον κόπο να συνεπάρω τον αναγνώστη. Και αν δεν είναι πάντα ανθρωπίνως δυνατόν να εκφράσω το ανέκφραστο, το ανείπωτο που με διακατέχει, τουλάχιστον αισθάνομαι το ρίγος, την τερπνή φρικίαση ότι πλησίασα στις παρυφές του. Το από κει και πέρα ας «ξεφαντώσει» πίσω από τις λέξεις. Τα ζώα επίσης, το πέρασμα τους από τις σελίδες μου, είναι και αυτό σημαντικό ή σημαδιακό. Δεν συμβαίνει να είμαι μια νεόκοπη της ζωοφιλίας και δη της αστικής. Η σχέση μου με τα ζώα ξεκίνησε από παλιά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και τον γύρω κόσμο, εφόσον γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αγροτικό περιβάλλον, όπου τα ζώα ήταν κάτι το δεδομένο, χωρίς αυτά δεν γινόταν τίποτα. Είχα επιπλέον την τύχη να κοινωνήσω από τον πατέρα μου μια σπάνια αντίληψη για αυτά. «Τα ζώα» έλεγε επί λέξει «είναι οι γονείς μας και πρέπει να τα σεβόμαστε» – και σας βεβαιώ πως ήταν ένας άνθρωπος που δεν είχε τη δυνατότητα ούτε Δαρβίνο να διαβάσει ούτε Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, θα πρέπει να είχα μια εντελώς προσωπική «αδυναμία» προς τα ζώα, κάπως πρωτόγονη αν θέλετε, ή κάπως ανεξήγητη, η οποία βαθαίνει με το πέρασμα των χρόνων. Το άγγιγμα, το βλέμμα ενός ζώου έχει μια ιερότητα για μένα, είναι ικανό να αναμοχλεύει μέσα μου τα μύρια όσα, να με αναστατώνει, να με βουρκώνει, να μου δώσει ανείπωτη χαρά – κι εδώ ας μου επιτραπεί να πω ότι η όποια διαφορά μας απ’ αυτά, η λεγόμενη υπεροχή μας, δεν είναι πάντα προς τιμήν μας. Εν πάση περιπτώσει, αφού τα ζώα έπαιξαν έναν ρόλο «μυστηριακό» στη ζωή και στο υποσυνείδητο μου, φυσικό είναι να αφήνουν το σημάδι τους και στις ιστορίες που γράφω. Η φύση εξάλλου, σαν μια γενικότερη θέαση, δεν θα μπορούσε να λείπει απ’ αυτές τις ιστορίες. Μια φύση συχνά βίαιη, αδυσώπητη, με τα στοιχεία της να μαίνονται μυθιστορηματικά, να μας στεφανώνουν, και πότε πότε, μοιραία, να μας σκοτώνουν. Θα περιοριστώ εδώ να αναφέρω ότι συνέβη κάποτε, στην παιδική μου ηλικία, να δω έναν άντρα που τον χτύπησε κεραυνός, και η εικόνα του προσώπου του κυριολεκτικά με στοίχειωσε, η κραυγή του – διότι δεν έμεινε στον τόπο, ξεψύχησε αργότερα -, η κραυγή του έχω την αίσθηση ότι διαπερνά έκτοτε, εν μέρει κρυφά εν μέρει φανερά, το καθετί που γράφω. Και να που για ένα τέτοιο γοερό και δυσβάστακτο συμβάν – όπως και για κάποια άλλα από το βαθύ εκείνο παρελθόν της παιδικής ηλικίας -, έρχονται ώρες που αναρωτιέμαι: Συνέβη δηλαδή πραγματικά, το είδα, το έζησα, ή μήπως το φαντάστηκα, το οραματίστηκα, ή πώς αλλιώς να το πω; Η πραγματικότητα καμιά φορά δεν χωράει στον εαυτό της, ζητάει προεκτάσεις, μας”εμφυσά η ίδια την ανάγκη για «μαγικές» προεκτάσεις… και κάπως έτσι, θα έλεγα, αρχίζει τη δουλειά της η τέχνη, παίρνει τη σκυτάλη (από αυτή την άποψη, το επικινδύνως ζην είναι και θέμα τέχνης).

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

Ας φτάσουμε λοιπόν και στην παιδική ηλικία, στο «Άνηβε, πού με πας;» όπως είναι και ο τίτλος-κλειδί του τελευταίου κεφαλαίου στο προηγούμενο μυθιστόρημα μου. Ο ψυχισμός μου ως ενήλικης πλέον της γραφής, και κατά τούτο άχρονης, βρίθει από παιδιά: παιδιά που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί ή που έχουν κιόλας πεθάνει, παιδιά φαντάσματα και παιδιά ολοζώντανα, τη μια στιγμή αλώβητα, την άλλη λαβωμένα, παιδιά ψυχοπομποί άλλων παιδιών, όλων των ηλικιών παιδιά, με μια έμφαση ίσως στο όριο εκείνο των δώδεκα-δεκατριών χρόνων, στο μεταίχμιο δηλαδή όπου η παιδική βασιλεία – σύμφωνα με το ηρακλείτειο «παιδός η βασιλείη» – πνέει τα λοίσθια. Κατά καιρούς με έχουν ρωτήσει, σε συνεντεύξεις ή αλλού, τι είναι για μένα η παιδική ηλικία και αν θεωρώ ότι πρόκειται όντως για την αθωότερη περίοδο της ζωής μας ή μήπως και κάτι άλλο. Για μένα λοιπόν, ίσως δεν έχει και τόση σημασία η ύπαρξη ή μη μιας απόλυτης αθωότητας. Το θέμα, νομίζω, είναι αλλού: στην «νοσταλγία» της αθωότητας, σε αυτήν καθαυτήν την ανάγκη, την ανάκληση ενός στοιχείου, για το οποίο έχουμε την πιο αόριστη και όμως βασανιστική «εικόνα». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η περίφημη παιδική ηλικία δεν έχει τόση αξία για το ίδιο το παιδί, όση για τον ενήλικα… Σε τελευταία ανάλυση, η αθωότητα έγκειται στην απώλεια της – όσο οξύμωρο και αν ακούγεται – και αυτή ακριβώς η απώλεια, η επίγνωση της απώλειας, μας καθιστά «δραματικά πρόσωπα», τουτέστιν άξια ενδιαφέροντος. Το παιδί λοιπόν για μένα, για να το πω πιο απλά, είναι η βάση του δράματος, στο πρόσωπο του βλέπω (πρόσωπο-αρχέτυπο) εκείνο το απόμακρο «τοπίο», το ημιπραγματικό πλέον και ακατάλυτο, που συγκινησιακά είναι κόλαση και παράδεισος μαζί. Στο κάτω κάτω, χάρη στο παιδί που υπήρξα κάποτε – χάρη στην ακατάλυτη επιρροή του – έγινα αυτό που έγινα και γράφω ό,τι γράφω. Ο έρωτας τώρα, και δη οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, οι πικροί, οι σχεδόν απόκοσμοι ή «καταραμένοι», που γεύονται το μέλι πάνω στο τσεκούρι… Γιατί άραγε είναι αυτοί κυρίως πού κοσμούν τις σελίδες μου και όχι άλλοι; Πρώτα πρώτα μπαίνω στον πειρασμό να αναρωτηθώ, ποιοι άλλοι; Ο έρωτας αν δεν έχει κάτι ανέφικτο να διεκδικήσει, μεταναστεύει (ο Παπαγιώργης το είπε αυτά), και στο κάτω κάτω, συμβολιστικά αν το δούμε, στο χέρι του κρατάει βέλος που λαβώνει τις καρδιές και όχι μεταξωτό γαντάκι ή ένα πούπουλο. Θέλω να πω ότι το «βάρος» του έρωτα, είτε το θέλουμε είτε όχι, πάει στον πόνο πιο πολύ παρά στη χαρά. Η χαρά έρχεται και φεύγει σαν την κλέφτρα, αυτός είναι ο μεγάλος ρόλος της – διόλου ευκαταφρόνητός -, μα είναι ο πόνος που εγείρει πάθη και σωριάζει κάστρα, που δίνει κίνητρο και «λαβή» στην τέχνη. Το αρχετυπικό εκείνο ζεύγος του Αδάμ και της Εύας, αν έμενε εσαεί στον Παράδεισο, μέσα στην περιπάθεια και την ευλογημένη άγνοια, δεν νομίζω πως θα απασχολούσε τόσο πολύ, επί αιώνες, τη σκέψη του ανθρώπου, και οπωσδήποτε τα εδάφη της λογοτεχνίας.

Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΙΓΜΗ

Τέλος – last but not least – ο θάνατος, ο γιορτινά ντυμένος θάνατος, που αρέσκεται ιδιαίτερα να διεισδύει στις ιστορίες μου… Διάλεξα σαν εισαγωγή σε αυτό το μοιραίο θέμα τον τόνο της παρηγορητικής εκείνης ειρωνείας που υπαινίχθηκα πιο πάνω, καθ’ ότι αλλιώς σαλεύει το μυαλό και δένεται η γλώσσα. Ο θάνατος είναι για όλους μας το μεγάλο αίνιγμα που δεν έχει απάντηση, ή μάλλον που δεν θα αντέχαμε μια «σίγουρη» απάντηση, οπότε ας παραμείνει αίνιγμα. Είναι ασφαλώς και το μεγάλο πλήγμα, η αναφαίρετη οδύνη μας. Ακόμα είναι η μόνη βεβαιότητα όσο ζούμε και εφόσον γεννηθήκαμε, βεβαιότητα πικρή, σκληρή και αναπότρεπτη. Μας τρελαίνει ο θάνατος, μας κλονίζει όσο τίποτα το να δούμε νεκρό ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, αλλά και μας φέρνει κοντύτερα, πιστεύω, στην πιο μυστήρια και άφατη ουσία αυτής της ίδιας της ύπαρξης μας. Ο θάνατος για μένα καθρεφτίζει τα βάθη της ζωής, βάθη απροσμέτρητα αλλά ουδέποτε ανώδυνα, και για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν έχω αισθανθεί τόσο «άνθρωπος» – με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει – όσο όταν χάνομαι μπροστά στο συμβάν του θανάτου. Μετά από αυτά, και μέσα από το γράψιμο βέβαια – μέσα από μια σπαρακτική, αν θέλετε, υπέρβαση του φόβου -, οι θάνατοι που χαρίζω στα πρόσωπα μου, στους ήρωες μου, είναι θάνατοι παράξενοι, «μυθιστορηματικοί», όχι ακριβώς εξωραϊσμένοι, δεν θα το έλεγα, μα ίσως μαγεμένοι με την ίδια την αποστολή τους, ή με τα έμφοβα μάτια των «θηραμάτων» τους, θάνατοι – έρωτες περίπου, συχνά παράφοροι, που παρασύρουν αυτά τα πρόσωπα για να τα οδηγήσουν σε ένα είδος τελείωσης: Η ζωή σας όλη είναι για να σας δοθεί αυτή η μαγική έξοδος, το εξαίρετο τέλος – κάτι τέτοιο φαίνεται να ψιθυρίζει στο αφτί τους ο μοναχικός αυτός καβαλάρης, μέσα από μια απόκοσμη ανεκλάλητη «συνεννόηση» μαζί τους. Μαζί μας. Θα κλείσω ενθυμούμενη κάτι που είπε ο Νίτσε• ότι δεν έχει σημασία τόσο η αιώνια ζωή όσο η αιώνια ζωντάνια. Αυτή την αιώνια ζωντάνια, λοιπόν, όλως παραδόξως την υποθάλπτει μάλλον ο θάνατος παρά την αντιμάχεται. Έτσι νομίζω.

Ζυράννα Ζατέλη, Το Βήμα, Μάιος 2007

Ο χορός του θανάτου

Γράψει η Δανάη Κουλμάση
Η μεταφράστρια της Ζυράννας Ζατέλη στα γερμανικά Δανάη Κουλμάση «διαβάζει» μέσα από το ευρωπαϊκό ρομαντικό πρίσμα το καινούργιο μυθιστόρημα της συγγραφέως «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους, Ο θάνατος ήρθε τελευταίος»

Και με το φως του Χάρου… Εδώ οι πρόγονοι, εδώ και οι απόγονοι, λέει η Τίκα, η μάνα του «ξενεχωτή», που πλένει τα οστά των πεθαμένων, τα στεγνώνει και μετά καπνίζει αντικριστά με τα κρανία τα τσιγάρα της.
Σκηνή νεκροταφείου, σαιξπηρικά εικονοπλαστική: ο ζατελικός απόκοσμος κόσμος σε όλη του τη δόξα. Και ο ζατελικός λόγος. Συμπυκνωμένος σε μια φράση που φιλοδοξεί να καταδείξει το αποκλειστικό «προνόμιο» του ανθρώπου: τη συνείδηση της πεπερασμένης και έρμαιης στην τύχη ύπαρξης του. Εδώ λοιπόν οι πρόγονοι, εδώ και οι απόγονοι… Θυμοσοφίες τετριμμένες – όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε… – αντικαθίστανται από πρωτάκουστες. Είναι και αυτό από τα χαρακτηριστικά της ζατελικής γραφής, πρωτάκουστα σοφά λόγια εκ στόματος απλών πλην υποψιασμένων ανθρώπων. Όπως εδώ της Τίκας ενώπιον της καθημερινότητας του θανάτου.
Και με το φως του Χάρου επανήλθαν… Κάπου προς το τέλος του βιβλίου διαβάζουμε και αυτό. Στο δεύτερο μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη το φως του Λύκου γίνεται φως Θανάτου. Και δεν είναι βέβαια τυχαίο το «παράξενο όνομα» του τίτλου Ραμάνθις Ερέβους. Η ίδια το μεταποιεί στις συνεντεύξεις της ερμηνευτικά σε «Φωτεινή» Ερέβους. Επιμένει άρα στο φως τόσο όσο και στο σκότος. Επιμένει κυρίως σε μια μυθοπλασία όπου, μέσα στο αντιθετικό αυτό σύμπαν, το δέος οφείλει να λειτουργεί ει δυνατόν αδιάκοπα. ‘Οχι γιατί στο μυθιστόρημα αυτό δίνει σταθερά τον θάνατο σε όλα σχεδόν τα πρόσωπα πσυ πλάθει αλλά γιατί τους δίνει με τον τρόπο αυτόν ζωή εξαίρετη – στην πρωταρχική έννοια της λέξης.
Αυτά για να προλάβουμε την παρεξήγηση. Πράγματι, ο θάνατος εδώ θερίζει. Το βιβλίο όμως είναι βιβλίο ζωής, ένα βιβλίο της αγάπης και του θανάτου. Συγκλονιστικό.
Η μεσαιωνική Δύση λάτρεψε μια παράδοση κατ’ εξοχήν δική της, την παράδοση του «Χορού του Θανάτου» (Totentanz, Danse de la Mort). Σε καθεδρικούς ναούς και σε μοναστήρια, σε χειρόγραφα και βιβλία, παντού στήνονται οι μακάβριοι συρτοί των μελλοθάνατων. Γέροι, παιδιά, ρήγες, ζητιάνοι, κουρτιζάνες και καλόγριες και οι τρελοί με τα κουδούνια… κι ο Χάρος-Σκελετός να χοροπηδά μπροστά τους με άσεμνες φιγούρες, να παίζει το σουραύλι του και να τραγουδά για να τ’ ακούσουν όλοι οι ζωντανοί: «Όλοι θα μπείτε σε τούτον το χορό».
Τι γαϊτανάκι ήταν αυτό, τι πανηγύρι θανάτου, λέει και η Ζατέλη σ’ ένα από εκείνα τα ξαφνιάσματα της, εκστατική ενώπιον της πλοκής που η ίδια έχει υφάνει – ή βάζει έναν ήρωα της ν’ απορεί: «Τίνος φαντασία τα κάνει αυτά;»… Οι μεσαιωνικές παραβολές και τα κηρύγματα της Δΰσης απέχουν πολύ από το να είνάϊδΰσια-στικά συγκρίσιμα με τις εικόνες και τις βλέψεις ενός σύγχρονου λογοτεχνικού έργου – αν και υπόκωφες σημασίες μας φέρνουν και εδώ, υπαινικτικά, στα όρια της αλληγορίας.
Η σύγκριση όμως μας βοηθά να καταλάβουμε αυτό το διαφορετικό γαϊτανάκι, τη λάμψη που μας επιφυλάσσει το Ραμάνθίς Ερέβους. Συγκεκριμένα, ο θάνατος στη Ζατέλη έρχεται, βίαιος ή γλυκός, απρόσμενος ή αργός, πάντα με μεγαλείο τραγικό. Δεν ενεργοποιείται χάριν ενός σκοπού. Δεν προκαλεί ηδονοβλεπτική αγωνία. “*)< Το «ματαιότης ματαιοτήτων» δεν κατισχύει του βίου. Δεν υπάρχει απειλή για να ρδγϊξουν'οΐ καρδιές - ραγίζουν όταν έρχεται -, για να θολώνουν τα μυαλά - σαλεύουν κάποτε όταν έρθει. Δεν υπάρχει τρόμος. Υπάρχει δέος. Το οποίο, όπως είπαμε, οφείλει να λειτουργεί αδιάκοπα, γιατί η Ζατέλη θέλει και ξέρει να δένει μέσα στην απόλυτη παραδοχή, στην απόλυτη οδύνη, τα φυσικά και τα δικά μας, τα ψυχικά φαινόμενα με τα μεταφυσικά. Εκεί το στίγμα της.

Ο καθαγιασμός των πάντων

Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης διαβάζουμε την εντυπωσιακή φράση: «Δεν μιλάμε πλέον μόνο για Λογοτεχνία, καθότι κι αυτή με τη σειρά της συνιστά εμπόδιο». Όσο και αν διαφωνούμε με μια τόσο ριζική διάκριση μεταξύ λογοτεχνίας και αυτού που προκύπτει, αυτού που υπάρχει μέσω ακριβώς του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου, δεν μπορούμε παρά να δεχθούμε ότι αυτή η ερμηνεία υπαγορεύεται από την ίδια τη «ζατελική ανθρωπότητα».
Κατ’ αρχήν το περιβάλλον των ανθρώπων: στοιχεία της φύσης, σαλοί και καταιγίδες, ζώα, ακόμη και «δικέφαλα», ενωμένα στη γενετήσια πράξη, σκυλιά και ζίνες, κάργες και ζωύφια (που η εξολόθρευση τους παίρνει διαστάσεις μάχης Αί-Γιώργη με τον Δράκο), προσωποποιήσεις ριψοκίνδυνες (να δώσω φωνή στα άφωνα, τόπο στα άψυχα). Και ύστερα οι άνθρωποι, μέσα σε ένα σφιχτό – αν και στον χρόνο χαλαρό, υπομονετικό – πλέγμα από συμπτώσεις και απροσδόκητα, από συνάφειες φανερές, κρυφές ή και μυστικές, σχέσεις αγάπης, έρωτα, αθώες ή ένοχες, σχέσεις μεγάλων και παιδιών που η μαγική ζωή τους δεν ξεχωρίζει από αυτήν των ενηλίκων παρά μόνο ως επίφαση μιας ιδιαίτερης γνώσης – προφανώς της πιο αληθινής και αθώας – στη συνέχεια του βίου. Η μετουσίωση των παιδιών σε λογοτεχνικές μορφές: ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στο έργο αυτό, σε διεθνές επίπεδο, όπως πιστεύουμε.
Πώς να μην καταφύγει κανείς στην ταλαιπωρημένη έννοια της condition humana, τον οντολογικό δηλαδή χαρακτήρα θέματος και τρόπου γραφής, όταν όλα αυτά είναι και συντελούνται χωρίς την παραμικρή προσφυγή (ουσίας ή ύφους) σε ιδεολογικής, φιλοσοφικής ή έστω ψυχολογικής φύσεως διεξόδους: ou άνθρωποι της Ζατέλη, όπως ορθά ειπώθηκε σε μια κριτική, αποτελούν «αρχέτυπα της ανθρώπινης συμπεριφοράς». Είναι μορφές επιβαλλόμενες από τον τρόπο οργάνωσης του υλικού, πρόσωπα τόσο επιβλητικά παρόντα, αλλά και τόσο ιδιόρρυθμα, που καταλήγουν να είναι άτομα.
Τη μέθεξη της στα εσώτερα του βίου η Ζατέλη την επιτυγχάνει ανά πάσα στιγμή. Έχε όμως στη διάθεση της και την ανατρεπτική της μέθεξης ειρωνεία. Ειρωνεία παρηγορητική σε καταστάσεις αφόρητες πριν και μετά τους καθαγιασμούς του πόνου. Το στοιχείο αυτό έπαιξε σίγουρα, μεταξύ άλλων, σημαντικό ρόλο στην τόσο θετική υποδοχή των Λύκων από το γερμανόφωνο κοινό και στην ενθουσιώδη στάση των βιβλιοκριτικών. Μια από τις πρώτες εμπειρίες κατά την πολύχρονη διαδικασία της μετάφρασης ήταν η διαπίστωση ότι η ίδια η γερμανική γλώσσα δεχόταν «εύκολα» το ύφος της Ζατέλη.
Ήταν κάτι σαν καλωσόρισμα που ερχόταν από μακριά, από την εποχή του «πρώιμου γερμανικού ρομαντισμού», που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τον ρομαντισμό υπό την έννοια άκρατης συναισθηματολογίας, αλλά που αντιμετωπίζει το πάθος και τον πόνο «σκληρά», δηλαδή με ειρωνική επίγνωση τη στιγμή ακριβώς πσιΓτα υπερυψώνει και τα καθαγιάζει. Πρόκειται λοιπόν για μια συγγενή ευαισθησία, αν και ο τρόπος γραφής της Ζατέλη δεν μπορεί φυσικά να χαρακτηρισθεί απλώς ρομαντικός, όπως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί απλώς (μαγικά) ρεαλιστικός.

Μια ανάγνωση

Μένει άρα η προσωπική ανάγνωση. Ας πούμε κατ’ αρχήν ενός βιβλίου του έρωτα. Με μορφές γυναικείες ερωτικές και ερωτευμένες, σχεδόν πάντα «άπιαστες», και κυρίως στην παιδική τους ηλικία ή στην εφηβική αινιγματικές – η Ζήνα, η Άννα και οι άλλες. Με άνδρες ακριβοθώρητους, ακριβομίλητους και μοναχικούς, κρυφά ή φανερά ερωτικούς – ο Ντάφκος, ο Σέρκας και οι άλλοι. Ένα βιβλίο με μεγάλες ιστορίες αγάπης.
Μένει η ανάγνωση ενός βιβλίου, όπως είπαμε, της ζωής. Η ζωή απεικονίζεται πιστά, ενώ αφήνει πάνω απ’ όλα απορίες αναπάντητες (πώς πέθανε η μικρή Δάφνη; ποιος έφταιξε; έφταιξε κανείς;), ερωτηματικά να λειτουργούν σαν καταφάσεις, και όνειρα. Στο μεταίχμιο και αυτά: όχι ακριβώς προφητικά – και όμως κάπως έτσι… Όχι σαν αυτά του ονειροκρίτη – ή μήπως κάπως έτσι; Μάλλον ακατάλληλα για ψυχαναλυτές – και εντούτοις κάτοπτρα μιας βαθύτερης ύπαρξης που συγκροτείται και από άλλα τινά: ακούσιες αλλά καθοριστικές πράξεις, ανομολόγητα φταιξίματα αλλά και εξομολογήσεις που κοστίζουν ζωές, ή απλώς ακραίες καταστάσεις, όπως το να έχεις ένα μόνο πόδι και να ονειρεύεσαι πως είσαι «χελώνα» μες στην πυρκαγιά και θέλεις να τρέξεις.

Όλα στο μεταίχμιο

Σε ένα χώρο ρευστό. Όπου όμως η σκέψη πανηγυρίζει και η γλώσσα θαυματουργεί: σε ζαρατούοτρεια πανοράματα και σε μινιατούρες που χωράνε στη σκιά μιας νιφάδας. Σε ονόματα δισύλλαβα, πρωτάκουστα, μετέωρα και αυτά ανάμεσα στο αρχέτυπο και στο άτομο, ονόματα που ούτε λίγο σύτε πολύ στεριώνουν συγγένειες και χαράζουν πορείες. Με τίτλους suspens, φράσεις-κλειδιά, παιχνίδια του λόγου σύντομα και απρόβλεπτα, σαν εκείνο το ρόδι-ξόδι, όπου ένα μόνο γράμμα αλλάζει και ξαφνικά εμφανίζονται εμβληματικά η ζωή και ο θάνατος.
Για τον θάνατο κανένας δεν έχει γράψει όπως η Ζυράννα Ζατέλη στο Ραμάν-θις Ερέβους – μυθιστορηματικά, δίνοντας με ελάχιστες ιστορικές συνισταμένες ένα αφηγηματικό σύμπαν που έχει να κάνει – με τι άλλο; – με τη ζωή στα βάθη της.
Στο τέλος όλα τελειώνουν, χωρίς να κλείσουν. Ευρηματική μεν η λύση των επτασέλιδων θανάτων, όσο και sophisticated, όπως θα έλεγε ο αξέχαστος Σπύρος Τσακνιάς. Μα πάνω απ’ όλα η Ζατέλη ελέγχει τις δυνάμεις της, τις προθέσεις της, ακόμη και τις εμπνεύσεις της κατά την εκτέλεση του συνθετικού άθλου αυτού του πολύπλοκου μυθιστορήματος. Άρα ίσως το αφήνει συνειδητά ανοιχτό -όσο αυτοτελές και να είναι. Και αν δεν αμαρτάνουμε στην επιφάνεια, στα ρηχά, με αυτή μας την κρίση, θα λέγαμε ότι έτσι θα πρέπει ίσως και να διαβαστεί: σαν μια μεγάλη προετοιμασία. Κατά κανέναν τρόπο δεν εννοούμε βέβαια ως εισαγωγικός τόμος μιας τριλογίας. Το Ερέβους τελειώνει αλλά δεν κλείνει για να μείνει – εδώ, σ’ αυτόν τον τόμο – «άπιαστη» η γοητεία. Κατά τα άλλα:
Έντεχνα αλλά σεμνά, σχεδόν «ύπουλα», μας υποβάλλει σε μιαν ερεθιστική υπόνοια, από την πρώτη στιγμή βασικά, με την πρώτη φράση του βιβλίου: Εν μέρει κρυφά, εν μέρει φανερά, έτσι τέλειωσαν και έτσι άρχισαν όλα. Σε αυτή την πρωθύστερη σειρά.
Υποψία που επιβεβαιώνεται με την τελευταία φράση. Διότι από το πανηγύρι του θανάτου γλιτώνει η δωδεκάχρονη Λεύκα. Επιζεί. Και έχει ήδη τώρα μια σχέση περίεργη με τους ανθρώπους γύρω της, μια ασυνήθιστη, κτητική επιμονή απέναντι στη ζωή και μια συμπεριφορά διαφορετική – υποψιαζόμαστε – προς τον θάνατο. Θέση ισχύος; Και πώς γίνεται αυτό; Ποιες φλόγες την περιμένουν; Η τελευταία φράση της Ζατέλη είναι για τη Λεύκα: Μέσα στις φλόγες ήταν να μπει και το σκεφτόταν.

Δανάη Κουλμάση, Το Βήμα, 26/5/2002

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Η Σύνταξη

Kατηγορίες

Ιστορικό