«Οράματα και θάματα» του Ερντογάν
Και τα όρια ισχύος της Άγκυρας

«

Η μεγαλοστομία είναι άλλοτε ένδειξη πραγματικής δύναμης (και αλαζονείας) και άλλοτε ένδειξη πολιτικής ανεπάρκειας και αδυναμίας. Τι από τα δύο ισχύει στην περίπτωση της Άγκυρας;
Το ότι η Τουρκία έχει μπει σε μια μεγάλη περίοδο αστάθειας είναι γεγονός, όπως γεγονός είναι και το ότι όλα όσα τελευταία διακηρύσσει ο Ερντογάν δύσκολα μπορούν να ενταχθούν και να αποτελέσουν συνεκτικά στοιχεία μιας νέας στρατηγικής για την Τουρκία. Περισσότερο μοιάζουν με σπασμωδικές κινήσεις που τροφοδοτούνται από το κλίμα της γενικής αστάθειας, παρά με επιλογές που προωθούνται στα πλαίσια ενός νέου στρατηγικού σχεδίου.
Κι αυτά χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε τον «Τούρκικο κίνδυνο», για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος τελευταία, και ο οποίος όντως υφίσταται, αλλά θέλοντας να τον προσδιορίσουμε συγκεκριμένα. Να δούμε τι αφορά και πόση βάση έχουν τα φοβικά σύνδρομα που αρχίζουν σιγά –σιγά να καλλιεργούνται στην Ελληνική κοινωνία.

Εισαγωγικά θα θέλαμε να επισημάνουμε πως ειδικά η συζήτηση για την  ισχύ των Εθνικών Κρατών σήμερα έχει σημαντικά τροποποιηθεί. Η παγκοσμιοποίηση έχει μετασχηματίσει όλο το πλέγμα των διεθνών σχέσεων κι είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τα περιθώρια άσκησης εθνικών πολιτικών. Όταν η εθνική αυτονομία, στο σύνολό της, είναι υπό αίρεση και η ισχύς (ό,τι μορφή και να έχει, οικονομική, στρατιωτική, γεωπολιτική) θα πρέπει να εννοείται κι αυτή στη σχετικότητά της.
Η «σχετικότητα της ισχύος» ορίζεται από τους καταναγκαστικούς όρους συνύπαρξης που έχουν διαμορφωθεί οικουμενικά και που είναι πολύ δύσκολο να παραβιαστούν από οποιοδήποτε μέλος της διεθνούς κοινότητας. Μιλάμε για ένα διεθνές άτυπο status που δεν επιδέχεται εύκολα αλλαγές.
Αυτό που διαδέχθηκε τον διπολισμό δεν είναι ένα πιο ελαστικό σύστημα διεθνούς κυριαρχίας, με περιθώρια για εθνικές πολιτικές και ειδικά επεκτατικού χαρακτήρα, αλλά ένα πολύ πιο απόλυτα αυστηρό και απαράβατο καθεστώς συνύπαρξης.
Στο σύγχρονο οικουμενικό γίγνεσθαι, η ισχύς  έχει μετατεθεί στο επίπεδο των υπερεθνικών δομών και αφορά κατά βάσιν τις δυνάμεις που μετέχουν στο διεθνές πλέγμα εξουσίας (κι αυτές με πολύ συγκεκριμένο κι αυστηρό τρόπο), ενώ για τις υπόλοιπες τίθεται απλά ένα ζήτημα προσαρμογής – συμμόρφωσης στη νέα τάξη πραγμάτων, που στην προέκτασή του σημαίνει σημαντική αναθεώρηση των παλιών λογικών εθνικής ισχύος.

Στην οικουμενική περίοδο που διανύουμε ούτε το Ιράν  μπορεί να γίνει πυρηνική δύναμη ούτε η Τουρκία  να επανασυστήσει  την παλιά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτά είναι «οράματα και θάματα» του περασμένου αιώνα. Ακόμα και ο Πούτιν όμως βλέπουμε  να τρέφει αυταπάτες και μια απόλυτη εμμονή στην διαμόρφωση ζωνών επιρροής σε Ουκρανία  και Συρία τη στιγμή που τα ζητήματα ισχύος γίνονται ολοένα πιο σύνθετα και η  αλληλεξάρτηση αυξάνεται συνεχώς. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένα γενικότερο πρόβλημα  συνειδητοποίησης της νέας διεθνούς κατάστασης. Δεν είναι μόνο ο Ερντογάν που δεν μπορεί να προσαρμοσθεί σε αυτήν.

Οι επίσημες δηλώσεις Ερντογάν, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας  καθημερινά, δίνουν την εντύπωση ότι πιστεύει πως «μπορεί να κάνει ό,τι θέλει». Να αυτοπροσδιορισθεί ελεύθερα μέσα στην νέα διεθνή πραγματικότητα. Η ευκολία με την οποία ανοίγει μέτωπα, είναι εντυπωσιακή:
– θέτει ζητήματα αναθεώρησης διεθνών συμβάσεων και αλλαγής συνόρων
– απειλεί ότι θα « πνίξει» την Ευρώπη με πρόσφυγες
– δηλώνει ότι δεν θα δεχθεί τη δημιουργία Κουρδικού Κράτους,
– Διεκδικεί αναθεώρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο και την προσάρτηση νησιών και βραχονησίδων
– Αμφισβητεί την σημερινή κρατική οντότητα της Κύπρου και υπονομεύει τις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού.
– Προσπαθεί να παρεμβληθεί και να αποτελέσει μέρος της λύσης του Συριακού ερχόμενος σε αντίθεση με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

Πρόκειται για μια πολιτική εκτός τόπου και χρόνου.
Μια πολιτική αυξανόμενων προκλήσεων και απειλών προς κάθε κατεύθυνση, που στις σημερινές συνθήκες οδηγεί την Τουρκία, με μαθηματική ακρίβεια  στη διεθνή απομόνωση.
Η πολυσυζητημένη  φιλο- Τουρκική πολιτική Τράμπ δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου δεδομένη, καθώς ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία υπάρχουν μια σειρά ανοιχτά ζητήματα, όπως:
α) στο Συριακό (όπου δεν συμπίπτουν στο διαμελισμό της Συρίας και τη δημιουργία Κουρδικού Κράτους),
β) στην σχέση της Τουρκίας με τον ISIS,
γ) στην υπολειτουργία της βάσης του Ινσιρλίκ, και
δ) στην αναθέρμανση των σχέσεων Τουρκίας- Ρωσίας.
Με άλλα λόγια, είναι πολύ πρόωρο και αβάσιμο  να προεξοφλείται η πολιτική Τραμπ  ως ενισχυτικός παράγοντας, σε αυτή τη φάση, υπέρ της Τουρκίας.
Επίσης, σε ό,τι αφορά τις Ευρωτουρκικές σχέσεις έχουν προκύψει ανυπέρβλητα εμπόδια σε σχέση με την ενταξιακή διαδικασία, γεγονός που είναι λογικό, μαζί με το προσφυγικό, να συντηρεί ένα κλίμα κρίσης στις σχέσεις των δύο μερών. Επιπλέον, οι σχέσεις Ρωσίας –Τουρκίας παρά τις φιλότιμες προσπάθειες αναθέρμανσης συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται (και θα χαρακτηρίζονται για μεγάλο διάστημα από ό,τι φαίνεται) από αμοιβαίο σκεπτικισμό και επιφυλακτικότητα. Άλλωστε κι εδώ υπάρχουν αποκλίνοντα συμφέροντα σε ό,τι αφορά τους δρόμους της ενέργειας, το Συριακό, την παρουσία της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο κ.ά.

Αυτό λοιπόν που διαπιστώνουμε είναι  μια πλήρης αυτονόμηση της Τουρκικής πολιτικής. Δεν συνδέεται και δεν συσχετίζεται με καμιά διεθνή τάση και πραγματικότητα και στερείται παντελώς συμμαχιών. Αυτό σημαίνει ότι  ο Ερντογάν δεν θα έχει μιαν  εναρμονισμένη και συνετή συμπεριφορά, όπως θα συνέβαινε αν είχε επίγνωση των νέων διεθνών δεδομένων. Το πιο πιθανό είναι να επιχειρήσει, σε διάφορα επίπεδα, επιθετικές παρεμβάσεις ρισκάροντας για το αποτέλεσμα, όπως στην επιχείρηση ανακατάληψης της Μοσούλης, και τη διείσδυση στη βόρεια Συρία, όπου και στις δύο περιπτώσεις γνώρισε τον αποκλεισμό και την ήττα. Το ίδιο μπορεί να επιχειρήσει και στο Αιγαίο με κάποιο θερμό επεισόδιο ή με το θέμα των προσφύγων και μια σχετική ξανα- απελευθέρωση των ροών. Ως εκεί όμως. Παραπέρα δεν μπορεί να πάει. Όλα αυτά μπορεί να γίνουν, αλλά θα  οδηγήσουν σε μια παραπέρα απομόνωση  της  πολιτικής Ερντογάν και πιθανόν στην ανάληψη Ευρωπαϊκών και διεθνών  πρωτοβουλιών για την πιο ουσιαστική πλέον αντιμετώπιση του «Τούρκικου κινδύνου». Σε κάθε περίπτωση πάντως η Ελληνική πλευρά θα πρέπει να βρίσκεται σε θέση να αποτρέψει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια της Τουρκίας.

Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί να  επιτραπεί στον Ερντογάν να πλημμυρίσει την Ευρώπη και την Ελλάδα με πρόσφυγες, να ανατρέψει το status στο Αιγαίο και να επιβάλει τα «σύνορα της καρδιάς του» καταργώντας διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες. Αυτά δεν μπορεί να γίνουν και δεν είναι η ισχύς της Τουρκίας που μπορεί να τα επιβάλει (όσες αγορές όπλων κι αν κάνει). Δεν τα επιτρέπει η νέα  παγκόσμια τάξη πραγμάτων και ο έλεγχος των ισορροπιών που συνεπάγεται.

Μήλιος Χρήστος

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Μήλιος Χρήστος

Kατηγορίες

Ιστορικό