Βιβλιοπαρουσίαση:
Χρήστος Ροζάκης – Η αποκλειστική οικονομική ζώνη και το διεθνές δίκαιο

Β

Το νέο βιβλίο, του Χρήστου Ροζάκη, “H Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και το Διεθνές Δίκαιο”, διαπραγματεύεται το ζήτημα της ΑΟΖ. Ζήτημα το οποίο απασχολεί έντονα το δημόσιο διάλογο στη χώρα, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, όπου και αναπτύσσονται διάφορες θεωρίες εύκολης και ανώδυνης αντιμετώπισης του ζητήματος.
Τυπική περίπτωση η θεωρία της μονομερούς ανακήρυξης της ΑΟΖ, η οποία ως μαγικό κλειδί, ξεπερνά όλα τα προβλήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία και ανοίγει διάπλατα το δρόμο για την ελεύθερη εκμετάλλευση των “πλούσιων” κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Επικίνδυνες ρητορείες,  που στηρίζονται στη διαδεδομένη αντίληψη ότι η Ελλάδα έχει πάντα δίκιο, κι ότι πάντα λείπει η πολιτική βούληση για την πραγμάτωση των εθνικών μας στόχων.
Στον αντίποδα αυτών, το βιβλίο του Χ. Ροζάκη, συμβάλει ουσιαστικά στο δημόσιο διάλογο, καθώς αναλύει επιστημονικά τα ισχύοντα περί την ΑΟΖ, θεσμό που έχει εισαχθεί σχετικά πρόσφατα στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Παράλληλα προσδιορίζει τα θετικά αλλά και τα αρνητικά σημεία, για την Ελλάδα, που προκύπτουν από τις διατάξεις της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας  (UNCLOS) του 1982, ως στοιχεία απαραίτητα στη χάραξη μιας ρεαλιστικής πολιτικής.Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι μπορεί να μην υπάρχει ακόμη, μια οικουμενική νομοθετική εξουσία, όμως στις σημερινές συνθήκες διεθνών σχέσεων, σχεδόν το σύνολο των πολιτικών που ασκούνται και μπορεί να ασκηθούν, ρυθμίζεται από κανόνες δικαίου. Τα κενά είναι ελάχιστα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ακραίων παραβιάσεων,  μπορεί να δημιουργείται η εντύπωση ότι το σύστημα δεν λειτουργεί. Η παραβατικότητα όμως ρητά καταγράφεται ως εξαίρεση.  Επόμενα πρέπει να μιλάμε πάντα για εθνική εξωτερική πολιτική, που θα πρέπει να κινείται αυστηρά στα πλαίσια των διεθνών δικαιϊκών δεδομένων. Τα οποία όμως πρέπει να γνωρίζουμε.
Ο Χ. Ροζάκης αναλύει διεξοδικά το ισχύον διεθνές πλαίσιο, στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του.
Η κατανόηση της σχέσης, εξωτερικής πολιτικής με το διεθνές δίκαιο, στη σημερινή εποχή της οικουμενικότητας, οδηγεί σε κάποιους αρχικούς διαχωρισμούς, με απλοϊκές και λαθεμένες θεωρήσεις.
Για παράδειγμα έχουν εκφραστεί θέσεις και απόψεις κατά καιρούς, και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, οι οποίες εδράζονται είτε σε σκοπιμότητες είτε σε άγνοια του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς πραγματικότητας. Υπάρχει η άποψη π.χ. η οποία θέλει να παρακάμπτεται το διεθνές δίκαιο, θεωρώντας ότι οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες είναι τελικά πολιτικές, και με πολιτικά μέσα πρέπει να επιλύονται (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ισχύον διεθνές δικαιϊκό καθεστώς).
Επίσης άλλες απόψεις υποτιμούν το διεθνές δίκαιο, θεωρώντας ότι το διεθνές έννομο σύστημα, νοθεύεται από εξωδικαιϊκούς παράγοντες  (όπως τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων). Κατά συνέπεια το δίκαιο, μπορεί να ερμηνεύεται “κατά το δοκούν”.  Και άρα και για αυτό το λόγο, δεν πρέπει να λαμβάνεται αυστηρά υπόψη.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο Χ. Ροζάκης,  επισημαίνει ότι το ισχύον Δίκαιο της Θάλασσας παρέχει ισότητα δικαιωμάτων σε όλα τα τμήματα ενός κράτους, είτε αυτά είναι ηπειρωτικά είτε νησιωτικά. Η Ελλάδα όμως,  ως παράκτιο κράτος, δεν μπορεί ανεμπόδιστα να αποκτήσει πλήρη εκτατικά δικαιώματα στις θαλάσσιες ζώνες της. Ιδιαίτερα στην ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα προς ανατολάς. Γιατί οι αποστάσεις που χωρίζουν τις ακτές της από τις ακτές των αντικείμενων ακτών, δεν ξεπερνούν σε κανένα σημείο τα 400 ν.μ., δηλ. το απαιτούμενο διπλάσιο του ανώτατου ορίου δικαιώματος (200 ν.μ.), που προβλέπεται από το δίκαιο της θάλασσας.
Στις περιπτώσεις μόνο που δεν υπάρχει γεωγραφική στενότητα, ένα κράτος, μπορεί να εξαντλήσει το δικαίωμα καθορισμού των θαλασσίων ζωνών στο maximum  των 200 ν.μ.,  χωρίς διαπραγμάτευση  των ορίων τους με άλλα κράτη.
Κατά συνέπεια η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να οριοθετήσει τις ζώνες αυτές, είτε υφαλοκρηπίδα, είτε ΑΟΖ, σε συμφωνία με τις χώρες που έχουν αντίστοιχα δικαιώματα.
Η σύναψη συμφωνίας προϋποθέτει βέβαια διαπραγματεύσεις, με την προοπτική να καταλήξουν σε συμφωνία, να είναι δηλαδή ουσιαστικές. Ωστόσο η υποχρέωση διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης  δεν σημαίνει και την υποχρέωση σύναψης συμφωνίας. Κανένας κανόνας του διεθνούς δικαίου δεν επιβάλλει στα κράτη την υποχρέωση να συμφωνήσουν.
Το επόμενο βήμα, στο βαθμό που προκύψουν αγεφύρωτες διαφωνίες μεταξύ των κρατών και δεν είναι δυνατή μια συμβιβαστική διμερής συμφωνία οριοθέτησης, είναι η παραπομπή της διαφοράς σε διεθνή δικαστική επίλυση (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης). Και σ’ αυτό όμως το στάδιο, απαιτείται συμφωνία παραπομπής μεταξύ των διαδίκων.  Η παραπομπή σε διεθνή δικαστική επίλυση, πέραν της αβέβαιας  έκβασης, παρουσιάζει διάφορα προβλήματα και απαιτεί τη σύνταξη συνυποσχετικού κυρωμένο από τα κοινοβούλια των ενδιαφερομένων. Δηλαδή απαιτείται και από τις δύο μεριές, μια πολιτική λογική διαπραγμάτευσης, που στις σημερινές συνθήκες είναι ζητούμενη.

Είναι γεγονός ότι ο θεσμός της ΑΟΖ κερδίζει σταθερά έδαφος στις οριοθετικές προτιμήσεις των κρατών σε σχέση με άλλες ζώνες κυριαρχικών δικαιωμάτων (υφαλοκρηπίδα, συνορεύουσα ζώνη, χωρικά ύδατα).  Ήδη πάνω από εκατό κράτη έχουν αποκτήσει ΑΟΖ. Κι αυτό γιατί η κήρυξη-οριοθέτηση ΑΟΖ ως σύνθετη ζώνη, με μια κοινή έννομη ενέργεια, εξασφαλίζει οριστική επίλυση όλων των οριοθετικών εκκρεμοτήτων. Οπότε συμβάλλει, εκτός των σχετικών ωφελειών (στη θαλάσσια στήλη και στην επιφάνεια), και στην αποφυγή μελλοντικών κρίσεων.
Ο Χ. Ροζάκης επισημαίνει όμως  ότι  η υφαλοκρηπίδα καλύπτει απόλυτα τις ελληνικές διεκδικήσεις για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του βυθού και του υπεδάφους χωρίς καμία διαφορά με την ΑΟΖ.
Με άλλα λόγια αν οριοθετηθεί η ελληνοτουρκική υφαλοκρηπίδα, τότε η Ελλάδα μπορεί νόμιμα, να διεξάγει όποια έρευνα και εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου του υπεδάφους (υδρογονάνθρακες – φυσικό αέριο).
Σημειώνει ακόμη ο συγγραφέας,  ότι μια συμφωνία οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας (την οποία προκρίνει με την Τουρκία), δεν σημαίνει παραίτηση από μελλοντικές λύσεις συνθετότερου χαρακτήρα, τύπου ΑΟΖ.
Αντίθετα μια μονομερής ενέργεια κήρυξης ΑΟΖ, από την πλευρά της Ελλάδας, δεν συνεπάγεται και οριοθέτηση. Μπορεί η κήρυξη ΑΟΖ να δηλώνει μεν γενικά το δικαίωμα, αλλά δεν οριστικοποιεί την έκταση άσκησης του, καθώς απαιτείται συμφωνία οριοθέτησης, μεταξύ των όμορων χωρών.
Συνέπεια  μια τέτοιας  μονομερούς ενέργειας, θα ήταν η διατάραξη  των  σχέσεων με την Τουρκία, καθώς αυτές βρίσκονται στο στάδιο των διερευνητικών επαφών, για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας από το 2002. Και θα ήταν μια κίνηση χωρίς αντίκρισμα, αφού δεν επιτυγχάνεται ο στόχος της ΑΟΖ.
Η λύση λοιπόν, αν η Ελλάδα επιθυμεί ΑΟΖ, είναι η αναζήτηση συμφωνιών με τα γειτονικά/αντικείμενα κράτη, με τα οποία προς το παρόν δεν έχουμε καταλήξει σε συμφωνία. Πλην της Ιταλίας  όπου ισχύει διμερής συμφωνία οριοθέτησης  της υφαλοκρηπίδας από το 1977. Και της Αλβανίας όπου οι δύο χώρες συμφώνησαν το 2009 σε μία οριοθέτηση “πολλαπλών χρήσεων” (χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στην ΑΟΖ) με οριοθετική μέθοδο τη χρήση της μέσης γραμμής/ίσης απόστασης, η οποία όμως ακυρώθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο της γείτονας χώρας.

Μια ιδιαίτερη διαπίστωση του συγγραφέα  αφορά την περίπτωση της θαλάσσιας περιοχής του Αιγαίου και του ανατολικότερου τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, εκεί που η Ελλάδα αντλεί θαλάσσια δικαιώματα λόγω του Καστελόριζου και των άλλων παρακείμενων νησιών των Δωδεκανήσων και της Κρήτης.
Ο Χ. Ροζάκης υποστηρίζει ότι τα ελληνικά δικαιώματα δεν περιορίζονται σ’ αυτά που δημιουργεί το Καστελόριζο. Στην ίδια περιοχή η ύπαρξη της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης, παράλληλα με το Καστελόριζο, δημιουργούν ένα εδαφικό τόξο, που δίνει δικαίωμα τόσο για υφαλοκρηπίδα, όσο και για ΑΟΖ. Όμως, επισημαίνει, ότι η παράλληλη ύπαρξη δικαιωμάτων της Τουρκίας και οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, μπορεί να προκαλέσουν  οριοθετικά προβλήματα.
Το ισχύον διεθνές δίκαιο ειδικά στις περιπτώσεις οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι ηθελημένα γενικόλογο και παραπέμπει στην ανάγκη ενός δίκαιου αποτελέσματος (ευθυδικία), χωρίς ρητή αναφορά σε μεθόδους οριοθέτησης. Μόνο στην περίπτωση οριοθέτησης της αιγιαλίτιδας ζώνης, η μέθοδος της μέσης γραμμής/μέσης απόστασης αποτελεί τον κανόνα. Αυτό σημαίνει, ότι στην περίπτωση παραπομπής των συνοριακών διαφορών με την Τουρκία, σε διεθνή δικαστική επίλυση, δεν υπάρχουν ασφαλείς προβλέψεις για την έκβαση της δικαστικής απόφασης. Επί πλέον, συνιστά  χρονοβόρο και δαπανηρή διαδικασία. Ακόμη αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο παρέμβασης τρίτων χωρών κατά το στάδιο της εκδίκασης, και τέλος, δεν αποκλείει εξ ορισμού διαφωνίες περί την εφαρμογή  της απόφασης.

Ανακεφαλαιώνοντας, το βιβλίο του Χ. Ροζάκη, αποτελεί μια ρεαλιστική παρουσίαση των ελληνοτουρκικών διαφορών, υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου. Απ’ αυτή την άποψη βοηθάει στο να επανέλθει η συζήτηση, για τα ελληνοτουρκικά, στη δικαιϊκή της βάση που αποτέλεσε και τη σταθερή κατεύθυνση, μέχρι τώρα, της εξωτερικής μας πολιτικής. Επόμενα το βιβλίο, έμμεσα πλην σαφώς, διεκδικεί και μια τεκμηριωμένη απόρριψη της πρόσφατης, και πολύ διαδεδομένης, πρότασης, για μονομερή ανακήρυξη της ΑΟΖ. Μια πρόταση που τόσο ανεύθυνα και απερίσκεπτα υιοθέτησε μερίδα του πολιτικού κόσμου.

Θανάσης Τρυψάνης
18-11-2013

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Τρυψάνης Θανάσης

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό