ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΠΥΡΟ ΑΣΔΡΑΧΑ

Σ

Με αφορμή  την έκδοση του 50ου τεύχους του περιοδικού  “Τα Ιστορικά”,  δημοσιεύθηκε μια συνέντευξη του Σπύρου Ασδραχά, εκ των ιδρυτών του περιοδικού, στην “Εποχή” στις 20-12-09, την οποία και αναδημοσιεύουμε.

Συγχρόνως παρουσιάζουμε και ένα προγενέστερο κείμενο της Πόπης Πολέμη, μέλους της γραμματείας σύνταξης των Ιστορικών, για μια πληρέστερη εικόνα της εκδοτικής διαδρομής  και το στίγματος του περιοδικού. Το κείμενο αυτό ήταν η ομιλία της Π. Πολέμη στην εκδήλωση με θέμα “Το ιστορικό περιοδικό ως εργαστήρι παραγωγής ιστορίας”, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, το Σάββατο 30 Μαΐου 2009. Η έκθεση ήταν φέτος αφιερωμένη, ως γνωστόν, στο ιστορικό βιβλίο. Στην εκδήλωση το περιοδικό “Μνήμων” εκπροσώπησε ο Κώστας Λάππας, “Τα Ιστορικά” η Πόπη Πολέμη και το “Historein/Ιστορείν” ο Αντώνης Λιάκος. Αυτή είναι και η χρονολογική σειρά  εμφάνισης, αυτών των τριών περιοδικών, στην σύγχρονη νεοελληνική ιστοριογραφία.

Το περιοδικό “Τα Ιστορικά”  πρωτοκυκλοφόρησε το 1987, από τις εκδόσεις Μέλισσα με ιδρυτές τον Σπύρο Ασδραχά, τον Φίλιππο Ηλιού (1931-2004)  και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο. Από το τεύχος 46 (2007), το περιοδικό είναι συνέκδοση της Μέλισσας με το Μουσείο Μπενάκη. Τότε στη διεύθυνση προστέθηκε (εκτός από τον Σπύρο Ασδραχά και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο,  ο Άγγελος Δεληβορριάς, ενώ στην γραμματεία σύνταξης (εκτός της Πόπης Πολέμη), ο Δημήτρης Αρβανιτάκης.

Θ.Τ.  

ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΠΥΡΟ ΑΣΔΡΑΧΑ
Για την επιστήμη της ιστορίας, την ελληνική κοινωνία και την αριστερά

Ποια ήταν η αποτίμηση του ρόλου του περιοδικού για το σύνολο των πενήντα τευχών στο πλαίσιο της ιστορικής επιστήμης; Πώς ξεκίνησε, με ποιους ανθρώπους;
-Η απάντησή μου θα είναι κάπως προσωπική, για να μην πω υποκειμενική. Ξεκινήσαμε 4 αλλά οι δύο απουσιάζουν. Είναι πάντα δραστήριος ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Καθένας από τη σκοπιά του είχε στο νου του ένα περιοδικό. Ο εκδότης το φανταζόταν με έναν τρόπο και οι άλλοι τρεις με συγκλίνοντες τρόπους. Ο εκδότης δεν έκανε την παραμικρή επέμβαση ως προς τη φυσιογνωμία του περιοδικού· αν και πρέπει να επαναλάβω ότι δεν το συνόδευσε με ωφελιμιστικά κριτήρια. Υπήρχαν περιοδικά που αναφέρονταν στην ιστορία, η καλύτερη περίπτωση ήταν τα Ελληνικά της Θεσσαλονίκης, και το Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας.
Το πρότυπο δεν ήταν αυτό των Annales, αν και τα Annales θα είχαν στην ταξινόμηση την πρωτεύουσα θέση. Πολλοί θεώρησαν ότι τα Ιστορικά ήταν το πρότυπο των Annales. Στα Ιστορικά μπορεί να υπάρχουν κάποια πρότυπα, όχι ένα και μοναδικό πρότυπο. Θα μνημόνευα τη Rivista Storica Italiana, τα Quaderni του Ινστιτούτου Γκράμσι, λιγότερο από όσο θα έπρεπε το Past and Present, καθώς δεν μετείχαμε της αγγλικής ιστορικής παιδείας αμέσως, και ακόμα από τα γαλλικά περιοδικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλα, τα Annales όμως έδωσαν το θεματικό άνοιγμα, αυτό είναι γεγονός. Προσωπικά είχα και ένα εξωτερικό ερέθισμα, ένα διάχυτο κλίμα ενσωμάτωσης της παραδοσιακής ιστορίας και των θεσμών σε ένα δήθεν αριστερό πλαίσιο.
Ξεκινώντας το περιοδικό, όπως έχει ήδη επισημάνει η Πόπη Πολέμη, δεν κάναμε βαρύγδουπες και περιττές δηλώσεις. Γράψαμε ένα λιτό κείμενο. Ίσως αληθεύει ότι ακούστηκε μετά ότι δεν ήμασταν σε θέση να διατυπώσουμε θεωρία. Φαίνεται ότι κάποιοι θα ήταν έτοιμοι να διατυπώσουν μία θεωρία και από τη θεωρία να πάμε στα πράγματα. Η δική μας η λογική ήταν τελείως διαφορετική.
Η θεωρία ήταν έναν έναυσμα για να έρθουμε στα πράγματα και τα πράγματα να υποδείξουν ή την ευστάθεια της θεωρίας ή τη συμπλήρωσή της ή την ανατροπή της. Ήμασταν αθεράπευτα πραγματιστές∙ εμπειριστές είναι η σωστή η έκφραση. Θα με ρωτήσετε γιατί τρεις και όχι πέντε ή δέκα. Γιατί απλούστατα δεν θέλαμε να βαρύνουμε το περιοδικό με συζητήσεις της συντακτικής επιτροπής, με συλλογικές διεργασίες, και όλα αυτά∙ όταν ένας από τους τρεις πρότεινε ένα άρθρο, δημοσιευόταν όπως ήταν. Δεν υπήρχαν παρεμβάσεις ή ήταν δευτερεύουσες.
Γιατί το ονομάσαμε Ιστορικά; Ο τίτλος ανήκει στον Βασίλη Παναγιωτόπουλο. Απ’ τα φοιτητικά μας χρόνια ονειρευόμασταν να βγάλουμε δύο περιοδικά, και ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος είχε βρει τους τίτλους. Ένα παιδικό περιοδικό που να λέγεται Το Λυχνάρι και ένα ιστορικό περιοδικό που να λέγεται «Τα Ιστορικά». Το θυμήθηκε. Εγώ έλεγα ή «Ελληνική Επιθεώρηση Ιστορικών Σπουδών» ή κάτι τέτοιο. Μείναμε στο μονολεκτικό «Historica», που δεν είναι πρωτότυπος. Υπάρχουν πολλά περιοδικά που λέγονται έτσι, και νομίζω πως ήταν επιτυχής επιλογή.
Τι επιστρατεύσαμε; Ο καθένας με τον τρόπο του καθιερωμένα ονόματα που λέγαν όμως κάτι καινούριο. Θα φέρω ένα και μοναδικό παράδειγμα, από τον Φίλιππο Ηλιού έρχεται ο Παναγιώτης Κονδύλης. Δεν θελήσαμε ποτέ να επιστρατεύσουμε τα καθιερωμένα ονόματα, παρά το γεγονός ότι με ορισμένους από τους φορείς των ονομάτων αυτών μας συνέδεε προσωπική φιλία· πρυτάνευσε περισσότερο η διαφορετικότητα. Και έτσι πολλοί φίλοι μας λείπουν. Ευτυχώς δεν παρεξηγήθηκαν, γιατί θεώρησαν ότι το περιοδικό ήταν άλλο πράγμα και άλλος στόχος μας. Ο Φίλιππος, ο Βασίλης και εγώ δεν ήμασταν από τους καινούριους, κάποιοι από τους πρώτους συνεργάτες των Ιστορικών δεν είναι πια καινούριοι. Ο Νίκος Καραπιδάκης, ο Βαγγέλης Πρόντζας η Άννα Ματθαίου, για παράδειγμα. Και δεν είναι οι μόνοι. Ξανοιχτήκαμε σε ανθρώπους που είχαν κάμει σπουδές, ζητήσαμε τη συμβολή τους και τα κείμενά τους δημοσιεύτηκαν, παρά το γεγονός ότι δύο ή από τους τρεις μας είχαν διαφωνία για κάποια κείμενα. Έχω την εντύπωση ότι η συγκομιδή είναι πλούσια. Τα ονόματα που παρέλασαν από τα Ιστορικά είναι πολλά.

Σε ποιο κλίμα έκανε την εμφάνισή του το περιοδικό των Ιστορικών;
-Τα Ιστορικά δεν ήρθαν απότομα. Υπήρξαν κάποιες προηγούμενες και συγκλίνουσες προσπάθειες. Υπήρξε το «Πρόγραμμα Οικονομικής Ιστορίας» της  Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν ένα πιο διευρυμένο θεματικά και χρονολογικά, το ξεκίνησε ο Γιώργος Δερτιλής, της Εμπορικής Τράπεζας. Όλα αυτά τα προγράμματα κατέληξαν σε βιβλία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν συνεργάστηκαν στα Ιστορικά, μεγάλο κομμάτι συνεργάστηκε και τα στήριξε. Υπήρχε μια προϊστορία, του Ερανιστή, που στο ξεκίνημά του δεν έχει καμία σχέση με το σημερινό. Προϋπήρχε ο Μνήμων, ο οποίος στο ξεκίνημά του δεν είχε σχέση με τα Ιστορικά. Στη συνέχεια, με πρωτεργάτη, νομίζω, τον Χρήστο Λούκο είχε μια ανανέωση θεματική και σήμερα έφτασαν σε μία σύγκλιση τουλάχιστον στο θεματικό επίπεδο. Προσωπικώς εγώ δεν είχα συμμετοχή στον Μνήμονα, μολονότι είχα μιλήσει μία φορά τουλάχιστον και είμαι φίλος με τους πρωτεργάτες του ομίλου αυτού. Ο Φίλιππος ήταν πολύ πιο κοντά, και επηρέαζε με την παρουσία και με αυτά που έλεγε, και με τον μαχητικό τόνο που έδινε στην υπεράσπιση των απόψεών του. Θα έλεγα ότι ήταν δύο συγκοινωνούντες χώροι.
Η ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός νέου κλίματος στην ιστοριογραφία ήταν διάχυτη και είχε πάρει συγκεκριμένες μορφές. Η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε στρέψει τους ανθρώπους -ξέρω αυτά που γίνονταν στο Παρίσι- στη μελέτη της ιστορίας για να ερμηνεύσουν το παρόν. Οι Κωστής Μοσκώφ, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Κώστας Βεργόπουλος, κ.ά. Το πολιτικό αίτημα οδηγούσε στην ιστορία. Για μας δεν θα έλεγα ότι ήταν το πολιτικό αίτημα που οδηγούσε στην ιστοριογραφική πρόταση, όσο γενική και αν ήταν, αλλά περισσότερο η λογική της ίδιας της επιστήμης, αν η ιστορία είναι επιστήμη. Τα πάντα ήταν ανοιχτά τότε, το κίνημα του Ανδρέα Παπανδρέου παρείχε ελπίδες, αναδείκνυε ανθρώπους, χρησιμοποιούσε ανθρώπους οι οποίοι έπειτα εξουδετερώθηκαν και  προσφερόταν για να γίνει κάποια δοκιμή μιας αλλαγής γενικότερης. Βεβαίως, η αλλαγή η γενικότερη δεν έγινε. Εγώ ήθελα την αλλαγή αυτή στα πανεπιστήμια. Στα πανεπιστήμια, δυστυχώς επικράτησαν δύο πράγματα. Το ένα ήταν ο καιροσκοπισμός και το άλλο ο κομφορμισμός. Και όλα αυτά με ένα θεωρητικό αριστερό περίβλημα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν αριστερές δυνάμεις που ήθελαν την αλλαγή, αλλά εγκλωβίστηκαν. Ο συνδικαλισμός τους δεν απέδωσε. Ένα πείραμα, στο οποίο προσωπικά είχα μετάσχει, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, δεν θα έλεγα ότι πέτυχε. Μην ξεχνάτε ότι την εποχή εκείνη συζητούνταν το πρόβλημα Βορρά και Νότου. Ανήκαμε στο Νότο. Τι έχει ο Νότος να προτάξει στον Βορρά ή πώς ο Νότος θα μεταπλάσει την ιδιοπροσωπία του, που θα έλεγε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Αυτή ήταν η γενική ατμόσφαιρά. Όλοι ήταν πρόθυμοι να γίνουν αλλαγές, αλλά έτοιμοι να διατηρήσουν τα κεκτημένα. Ιδιοποίηση των κεκτημένων με εσωτερικές αναδιαρθρώσεις. Ως προς την προσφορά έργου, όλες οι βαθμίδες είχαν τις ίδιες ευθύνες, αλλά και μισθολογική ιεράρχηση και προϋποθέσεις να δημιουργηθούν πελατειακά κυκλώματα έδρας όπως είχε καταντήσει. Επικράτησε, παρά τις αντιστάσεις, τις ανανεώσεις και κυρίως την εδραίωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, ο καθιερωμένος κομφορμισμός και τα συστήματα αλληλο-εξυπηρετήσεων που αυτός συνεπάγεται.
Αυτό ήταν το κλίμα που μας έκαμε ανθρώπους που δεν είχαμε φιλοδοξίες ακαδημαϊκές ή πολιτικές, να βγάλουμε το περιοδικό. Μην ξεχνάμε ότι την ίδια εποχή φτιάχνεται η «Ιστορική Βιβλιοθήκη» του Θεμελίου, με υπεύθυνο τον Νίκο Σβορώνο, στην ουσία τον Θόδωρο Μαλικιώση. Αναφέρθηκα προηγουμένως στα πειράματα των τραπεζών, θα θυμήσω τις διαλέξεις της σχολής Μωραΐτη.

Κατά πόσο τα Ιστορικά και η ομάδα τους λειτούργησαν σαν εργαστήριο με πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τον τρόπο που γίνεται η ιστορία και πώς αυτό δουλεύει σήμερα;
-Θέλαμε να εντασσόμαστε σε μια γενικότερη ιστορική καταγωγή, με εργαλείο το συγκεκριμένο «παράδειγμα». Αυτό, τώρα το διατυπώνω, μας έκανε βεμπεριανούς χωρίς να είμαστε, εφόσον μέσα από συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορούν να προκύψουν ιδεότυποι. Δεν είχαμε συμμεριστεί όλοι αυτά που λέμε τώρα, αλλά περίπου εκεί πλέαμε. Αυτός ήταν ο χώρος. Γιατί όμως ιστορία και όχι κοινωνιολογία, ή ανθρωπολογία, στο μέτρο που αντικρίζαμε μια ανθρωπολογία που δεν είναι διαχρονική; Γιατί ήμασταν ιστορικοί. Φερόμαστε ως ιστορικοί. Άλλαξε το υπόδειγμα; Εγώ θεωρώ ότι δεν άλλαξε. Θα έλεγα ότι αυτονομήθηκαν κομμάτια μιας συλλογικής ιστορίας και αυτονομούμενα θέλησαν να ανατρέψουν την ιεραρχία. Θα μου πείτε, υπάρχει ιεραρχία στα κοινωνικά φαινόμενα; Ο Σβορώνος θα έλεγε ναι, εγώ θα έλεγα ότι υπάρχουν διαφορετικού τύπου επίπεδα ανάλυσης και συγκοινωνίες αυτών των επιπέδων, δηλαδή κάθετες μεταβαλλόμενες συνοχές.

Η αναφορά στο «παράδειγμα» παραπέμπει στην «οντολογία» της ιστορίας και στη διαχείρισή της από την ιστοριογραφία;
-Ας πάρουμε το κλασικό παράδειγμα. Η ιστορία ως οντολογία είναι υπόφορη του τρόπου με τον οποίο μέσα στο χρόνο διατυπώθηκε η οντολογία. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να έχουμε μια οντολογική ιστορία, αλλά  δεν μπορώ (δηλαδή δεν θέλω) να καταλάβω γιατί η άρνηση της οντολογίας θα πρέπει να καταλήγει στην ταύτιση της ιστορίας με την ιστοριογραφία. Στην οπτική αυτή της αλλαγής του παραδείγματος ή υποδείγματος, η χρονικότητα της ιστορίας θα έπρεπε να καθορίζεται από την εποχή, από την ιστορική στιγμή εκείνη, όπου έχουμε τις ιστοριογραφικές αποτυπώσεις. Και μιλώντας για την αρχαιότητα θα έπρεπε να λέμε ότι μιλάμε για τον 19ο ή για τον 20ό αιώνα, αν μέναμε στην πρόσληψη της ιστορίας. Εμείς που ανήκαμε στην παλιά σχολή, λέγαμε ότι όχι, η οντολογία της ιστορίας υπήρχε, με τη διαφορά ότι το ιστοριογραφικό σχέδιο κάθε εποχής, ήταν διαφορετικό. Επιμένω να αναφέρομαι στο παράδειγμα του Θουκυδίδη. Ο Θουκυδίδης είναι ένα υπόδειγμα συμβαντολογικής ιστορίας∙ αλλά πού εφαρμόζεται αυτή; στη μικρή διάρκεια. Αν αναχθούμε στον Μπρωντέλ, στη Μεσόγειο, η συμβαντολογική αυτή ιστορία πού περιορίζεται; Μέσα στη μικρή διάρκεια. Ο πρώτος τόμος της Μεσογείου, το μισό βιβλίο, πού αναφέρεται; Στη μεγάλη διάρκεια, όπως και το πρώτο βιβλίο του Θουκυδίδη πού αναφέρεται; Στη μεγάλη διάρκεια. Η εκφορά, η γεγονοτολογική εκφορά, γίνεται με τους ίδιους τρόπους με τους οποίους γίνεται στα επόμενα και βασικά βιβλία του έργου; Προφανώς όχι. Υπάρχει το στοιχείο της αφαίρεσης. Εδώ μιλάμε για πανάρχαια πράγματα τα οποία επανέρχονται. Και πραγματικά δεν βλέπω πού υπήρχε η πραγματική ανανέωση. Θα μου πείτε ότι με αντικείμενο παρατήρησης τη λογοτεχνία φτάνουμε σε μια θεωρία ή ξεκινώντας από την ουσιολογία φτάνουμε σε μια θεωρία. Τι δείχνει αυτό; Δείχνει ότι φτάνουμε σε μια αλλαγή του ιστοριογραφικού σχεδίου. Το ερώτημα είναι: η αλλαγή αυτή ανταποκρίνεται στην απαίτηση να γνωρίσουμε σε πρώτο επίπεδο τα πράγματα με τον τρόπο που έγιναν, να εξηγήσουμε γιατί διασώθηκαν με τον τρόπο που διασώθηκαν και δεύτερον ποιες είναι οι μέθοδοι εκείνες, οι οποίες θα επέτρεπαν, επί τη βάσει ενός σκεπτικού το οποίο θα ήταν διαφορετικό από το σκεπτικό του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Αρριανού, να φτάσουμε σε αυτό που ο Μαρξ πυκνά λέει στην Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία: στην ιστορικοποίηση των εννοιών. Νομίζω ότι και οι τρεις μας που φτιάξαμε τα Ιστορικά εμφορούμαστε από αυτή την αντίληψη. Τώρα βγήκαν στη μέση και καινούργια πράγματα. Η δημόσια ιστορία. Ο Φίλιππος θα την έλεγε η χρησιμοθηρική ιστορία. Τι είναι η δημόσια ιστορία; Είναι η επανάληψη των κλισέ. Αξίζει τον κόπο να την μελετούμε; Ναι. Ως ιστορία ή ως ιστοριογραφία; Εγώ θα έλεγα ως ιστοριογραφία. Και με παλιούς όρους πώς θα την ονομάζαμε; Εκλαϊκευτική και φρονηματιστική. Κάποτε είχα ονομάσει την ιστορία αυτή δικανική. Είναι, τελικώς, η συνάντηση της ιστορίας εισαγγελέως και της ιστορίας απολογουμένου θύματος.
Εκ των πραγμάτων αλλάζουν τα πρότυπα. Από τα ονόματα είναι ισχυρά αυτά που αλλάζουν τα πρότυπα αλλά και τα ερωτήματα είναι επίσης ισχυρά και παραμένουν τα ίδια. Τα γεγονότα έγιναν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, διεσώθησαν με έναν ορισμένο τρόπο, γιατί οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η ιστορία είναι αυτό και όχι κάτι άλλο. Ποιοι άνθρωποι, φορείς συστημάτων σκέψης, συμφερόντων, αλλά στην κυριολεξία «κοινωνικών» και πολιτικών εντάξεων, αλλά και γενικεύσιμων ερμηνειών. Εμείς θεωρούμε ότι η ιστορία είναι ένα συνολικό πράγμα και πρέπει να δούμε μην τυχόν υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτό το συνολικό πράγμα. Γι’ αυτό το συνολικό πράγμα οι μαρτυρίες υπάρχουν. Είτε είναι μνημεία, χτίσματα, διαμόρφωση οικισμών, είτε είναι φιλοσοφία, λογοτεχνία, ο Αριστοφάνης, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων, οι σοφιστές. Σε όλους αυτούς βρίσκουμε πράγματα τα οποία δεν τα βρίσκουμε στο ιστοριογραφικό σχέδιο της αρχαιότητας. Λοιπόν, αν θέλουμε να κάνουμε ιστορία της αρχαιότητας, θα πρέπει να κάνουμε αυτό που ήδη έχουν κάμει, να δούμε όλες τις μαρτυρίες. Δεν βλέπω λοιπόν την απήχηση που μπορούν να έχουν αυτές οι αλλαγές της μόδας. Και θέλω να επισημάνω ότι οι μόδες εδώ είναι καθυστερημένες, ότι ο δάνειος λόγος γίνεται προφορικός λόγος προσωπικός.
« Στο μέτρο που η ιστορία γίνεται «σχολική» ή «δημόσια» χρειάζεται η υπέρβαση όχι όμως με την απάρνηση των βιαιοτήτων όπως λένε: η ιστορία περνάει μέσα από αγριότητες, γιατί ένα από τα κατεξοχήν θέματα προς μελέτη ήταν ο πόλεμος και οι αγριότητες του χρειάζεται να εξηγηθεί χωρίς να απαλύνουμε τα πράγματα εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε κριτικές συνειδήσεις στα σχολεία. Ορισμένοι ιστορικοί «ανέκρουσαν πρύμναν» και θέλησαν να καλλιεργήσουν σκοπιμότητες που είναι αντιιστορικές, και οι ιστορικοί, όπως και πριν είναι υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν το επάγγελμα τους άντε και τη λογική του επαγγέλματος.»

Μαρξισμός και ιστοριογραφία. Δηλαδή η προσπάθεια των μαρξιστών ιστορικών ήταν να κάνουν μια ολική ερμηνεία του παρελθόντος. Αυτό δεν είναι ανάγκη και σήμερα, για τους σύγχρονους ιστορικούς;
-Οι μαρξιστές θέλησαν να κάνουν μια συνολική ερμηνεία του κόσμου ή να κωδικοποιήσουν. Δεν ήταν μόνο οι μαρξιστές: ή έννοια της παγκόσμιας ιστορίας καθώς και άλλα ρεύματα εισάγουν πολλές ερμηνευτικές προτάσεις και είναι όχι μόνο πολλές, αλλά και πολυμερείς. Κυριάρχησε μια, η πάλη των τάξεων. Ο Μαρξ μας είχε προειδοποιήσει, καθώς μας είχε πει ότι υπάρχουν τάξεις καθ΄ εαυτές και τάξεις δι’ εαυτές. Τάξεις καθ’ εαυτές, εκφράζονταν με ένα σύστημα κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών σχέσεων που δεν επέτρεπε να γίνουν δι’ εαυτές και τις ονομάζαμε “ordres”. Οι τάξεις δι’ εαυτές γίνονται μέσα από το εργατικό κίνημα, ή καλύτερα προσπαθούν να γίνουν μέσα από αυτές. Ο μαρξισμός υπήρξε ένα ανοιχτό σύστημα, τα προϋποθέτει όλα, ο «δογματικός μαρξισμός» περιόρισε τα πράγματα. Κανείς από τους τρεις, δεν ήταν μαρξολόγος, όχι από δεύτερο χέρι ούτε από πρώτο χέρι. Τον θεωρούσαμε τον μαρξισμό, και πριν από μας άλλοι, ως ένα ανοιχτό σύστημα σκέψης. Ο Φίλιππος είχε γράψει τη μελέτη «Ιδεολογική χρήσης της ιστορίας». Ο μαρξισμός λειτουργούσε με δύο τρόπους ως «τροχοπέδη» και ως απελευθέρωση. Και εμείς οι τρεις, χωρίς να θεωρητικολογήσουμε θεωρούσαμε ότι ήταν ανοιχτό πεδίο. Προσωπικά, εγώ δεν έγινα ποτέ μαρξολόγος, και απλά υπαινικτικά αναφέρθηκα σε αυτό το ζήτημα.

Η αναθεώρηση του εμφυλίου

Σήμερα μιλάμε πολύ συχνά για φαινόμενα αναθεωρητισμού στην ιστοριογραφία. Το παράδειγμα της γαλλικής επανάστασης είναι το πιο γνωστό. Αναθεωρητισμός και στην ελληνική ιστοριογραφία: για παράδειγμα, η μέτρηση θυμάτων, ή η εξίσωση της κόκκινης, όπως αναφέρεται, βίας και της βίας των ταγμάτων ασφαλείας και των δωσίλογων. Πώς προσεγγίζει σήμερα τέτοια φαινόμενα η σύγχρονη ιστοριογραφία;
-Η ιστοριογραφική χρήση του εμφυλίου πολέμου. Ένας πόλεμος, όπως κάθε πόλεμος, συνεπάγεται εξολόθρευση ανθρώπων. Οι «θεσμοθετικοί» πόλεμοι έχουν διαμορφώσει ένα σύστημα εκτίμησης και καταγραφής των απωλειών, ενώ στους εμφύλιους πολέμους αυτό το σύστημα δεν λειτουργεί. Μία από τις περιπτώσεις διαχείρισης των απωλειών των θυμάτων είναι φαινομενικώς μοντέρνα, καινοτόμος και χωρίς βάθος, ότι σε έναν εμφύλιο πόλεμο τα θύματα είναι οι μετέχοντες, οι μη μετέχοντες, και είναι θύματα από πολλές απόψεις. Θύματα λόγω φυσικής εξόντωσης αλλά και άλλων παραγόντων. Η μέτρηση θυμάτων είναι μια θεμιτή μέθοδος, εάν θέλεις να παρακολουθήσεις μια επίπτωση, δημογραφική επίπτωση του εμφυλίου πολέμου. Δεν αρκεί όμως για να εξηγήσει τα εναύσματα που οδήγησαν στην εξολόθρευση. Και όσο λιγότερο οργανωμένο είναι το σύστημα, τόσο υπεισέρχονται παράγοντες στις συνθήκες πολέμου. Υπάρχουν μηχανισμοί που δεν ανήκουν στους θεσμικούς μηχανισμούς του πολέμου, καθώς υπεισέρχονται πολλαπλοί παράγοντες, όπως οι βεντέτες ή άλλες συγκρούσεις. Άλλος παράγοντας είναι οι συνθήκες, τις οποίες, αν δεν τις λάβεις υπόψη, δεν μπορείς να εξηγήσεις και να κατανοήσεις τα εναύσματα που οδήγησαν σε παρόμοιες συγκρούσεις. Αυτά ως φαινόμενα υπάρχουν σε διάδοση πολύ περισσότερο στον πόλεμο εναντίον του κατακτητή και όχι κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να μας βοηθούν να καταλάβουμε τις συνθήκες του εμφυλίου πολέμου, αφού δεν υπάρχουν στοιχεία επίσημα για καταυλισμούς, μετακινήσεις των κατοίκων ολόκληρων περιοχών, λόγω των συνθηκών του πολέμου. Το ερώτημα, όμως, παραμένει ποιος είναι ο εχθρός. Το ερώτημα αυτό ισχύει περισσότερο στην αντίσταση, αλλά εμφιλοχωρεί και ίσως κυριαρχεί στον εμφύλιο πόλεμο. Στην αντίσταση είναι πιο εμφανής ο εσωτερικός εχθρός, είναι ο συνεργάτης του κατακτητή. Δεύτερον, ο οπαδός μιας άλλης αντιστασιακής, αληθινής ή ψεύτικης, οργάνωσης η οποία θεωρείται εχθρική ως προς «τη δική σου» αντιστασιακή οργάνωση. Στην περίπτωση της αντίστασης, το ΕΑΜ με το στρατιωτικό του βραχίονα τον ΕΛΑΣ, ενδεχομένως να θεωρούσε τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις ως δημιουργημένες για να καταστρέψουν το δικό τους απελευθερωτικό σχέδιο, το οποίο ενείχε κοινωνικές προθέσεις και διεκδικήσεις. Η εκτέλεση ενός εμφανώς ή αφανώς συνεργαζόμενου με τον κατακτητή, ή θεωρούμενου ότι συνεργάζεται με τους κατακτητές, ήταν διαφορετικό πράγμα, από την εγκληματική πράξη. Ενδεχομένως να υπήρχε εγκληματική πράξη, στο μέτρο όπου εμφιλοχωρούσαν άλλου είδους παλαιές αντιδικίες. Τα παραδείγματα είναι πολλά.
Εάν θέλουμε να κάνουμε ιστορία, θα πρέπει να μπούμε στο κεφάλι και στην ψυχή αυτών των «εγκλημάτων». Αυτό ενέχει κινδύνους, ενέχει τον κίνδυνο ενοχοποίησης του απελευθερωτικού αγώνα.
Δεν θέλω να ξαναρχίσουμε τη συζήτηση εάν ήταν αναπόφευκτος ο εμφύλιος πόλεμος. Πάντως υπήρχαν ισχυροί λόγοι να τον καταστήσουν, στα κεφάλια ορισμένων, να πάρει μια μορφή αναπότρεπτη. Αλλά η άλλη τροπή είχε ήδη ανατραπεί. Βασικό εργαλείο των παραγόντων ήταν η απενοχοποίηση αυτών που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές. Αυτό τόνιζε την αντίσταση. Και η αντίθεση αυτή αποκτούσε άλλη μορφή και τόνιζε την αντίθεση. Χρειάζεται να καταλάβουμε τις αιτίες. Υπάρχουν και οι απόψεις σχετικά με την ύπαρξη ενός νέου, τρίτου γύρου. Εάν εξετάσει, πάντως κανείς την πρακτική που εφαρμόζεται στις συγχρονίες, θα βρει τα υπέρ και τα κατά. Υπάρχει, ωστόσο, ένα βασικό πρόβλημα: Ποιόν συνέφερε να καταργήσει την δημοκρατική νομιμότητα; Εάν προσφερόταν στο ΚΚΕ, θα είχαμε εμφύλιο πόλεμο; Εάν αποδειχθεί ότι προσφερομένης της δημοκρατικής νομιμότητας, θα είχαμε εμφύλιο πόλεμο, τότε θα χαρακτηρίζαμε διαφορετικά τον εμφύλιο, θα χαρακτηρίζαμε επίσης διαφορετικά τη νοοτροπία εκείνη που μετατρέπει το απελευθερωτικό κίνημα σε κοινωνικό κίνημα.
Ίσως θα συμβάλαμε στην ανάγκη της αυτογνωσίας, της κατανόησης των μηχανισμών, βάσει των οποίων καθορίζουν οι άνθρωποι τις σχέσεις με το περιβάλλον, την κοινωνία, τις διατομικές συμπεριφορές τους, αλλά θα ήταν και επιχειρησιακό για την ερμηνεία του παρόντος. Μακάρι να πήγαινε προς αυτήν την κατεύθυνση, η ιστορική έρευνα. Σε αυτό το πεδίο, τα Ιστορικά δεν ανοίχτηκαν παρά εμμέσως. Οι λόγοι είναι πολλαπλοί, ο επικρατέστερος ήταν ότι παρά τις ευφυείς και οξυδερκείς συμβολές, δεν ιστορικοποιήθηκε στον επιθυμητό βαθμό αυτή η περίοδος.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Τρυψάνης Θανάσης

Σχόλια

Τρυψάνης Θανάσης

Kατηγορίες

Ιστορικό