Ένα βασανιστικό ερώτημα: «τι θα ψηφίσουμε;»

Έ

Πέρα από τους κομματικά στοιχημένους (πού ποσοτικά αποτελούν, όπως πάντα, την συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού) στο υπόλοιπο κρίσιμο ποσοστό του εκλογικού σώματος, πού όμως δίνει τον τόνο στα πολιτικά πράγματα, πλανάται ένα βασανιστικό ερώτημα: «τι θα ψηφίσουμε;»
Αυτό είναι το στίγμα των επικείμενων εκλογών. Ένα δίλημμα πού είναι δύσκολο να απαντηθεί θετικά. Πού καταγράφει το κενό εκπροσώπησης, την αναζήτηση του νέου και την απουσία του.
Υπό αυτές τις συνθήκες η ψήφος ότι μορφή κι αν πάρει (κι είναι πολλές αυτές) δεν μπορεί παρά να αποτυπώνει, στο σύνολό της, αυτή την πραγματικότητα. Τα αποτελέσματα της 4ης Οκτωβρίου θα είναι ευθέως ανάλογα με τις βασικές τάσεις που αναπτύσσονται εδώ και καιρό στην Ελληνική κοινωνία.
Η ανανέωση της πολιτικής ζωής παραμένει κεντρικό αιτούμενο. Γύρω από αυτό και σε σχέση με αυτό παρατηρούνται πρόσκαιρες εκλογικές μετακινήσεις. Μειώνεται η δύναμη των μεγάλων κομμάτων, ενισχύονται οι μικροί, ενισχύεται ιδιαίτερα (σε μια προηγούμενη φάση) ένα από τα μικρά κόμματα (Συριζα) και στη συνέχεια πέφτει, αναπτύσσεται η τάση της αποχής, ανεβαίνουν θεαματικά οι οικολόγοι στις ευρωεκλογές, επαναστρέφει η κατάσταση, στις βουλευτικές, οριακά στο ΠΑΣΟΚ κι έπεται συνέχεια.

Σε απλή ανάγνωση όλα αυτά σημαίνουν ότι είμαστε στην αρχή μιας περιόδου ρευστότητας κι ανακατατάξεων. Όλα είναι σε εξέλιξη. Δεν σταθεροποιείται τίποτα. Όλες οι μετακινήσεις είναι πρόσκαιρες και περιορισμένες. Δεν παγιώνουν καμία νέα ισορροπία.
Ωστόσο τα πράγματα κινούνται προς κάποια κατεύθυνση.
Ο δικομματισμός σταθερά αποδυναμώνεται. Αθροιστικά το ποσοστό των δύο κομμάτων εξουσίας μειώνεται. Εκείνο πού αλλάζει είναι η μεταξύ τους σχέση (μειώνεται η δύναμη του ενός, αυξάνεται του άλλου κλπ.) Αλλά όλα αυτά οριακά και μέχρι του σημείου όπου δεν σχηματίζεται αυτοδυναμία (με τον σημερινό εκλογικό σύστημα) ή αν σχηματίζεται είναι τόσο οριακή πού δεν διασφαλίζει καμιά σταθερότητα. Τα μίντια βέβαια και οι εταιρίες δημοσκόπησης προβάλουν αποκλειστικά την διαφορά των δύο μεγάλων κομμάτων κι όχι την γενική τάση της μείωσης της δύναμης τους (24% ο ένας, 28% ο άλλος, η διαφορά στις 4 μονάδες κλπ.- δεν βλέπουν δηλ. ότι τα ποσοστά των δύο κομμάτων δεν ξεπερνούν το 60% ή το75%). Αποκρύβουν έτσι την κύρια τάση του εκλογικού σώματος και την κρίση του δικομματισμού.
Το δικομματικό σύστημα για να συνεχίσει να λειτουργεί χρειάζεται αυτοδυναμίες. Και αν το σημερινό εκλογικό σύστημα δεν τις διασφαλίζει τότε τι γίνεται; Αλλάζουμε το εκλογικό σύστημα. Όσο βέβαια μας παίρνει. Αυτή είναι η πρώτη κίνηση πού ήδη έχει προβλεφθεί (με την τροποποίηση Παυλόπουλου -Φλεβάρης του 2009- που αυξάνει την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος από 40 έδρες στις 50 και θα ισχύσει από τις επόμενες εκλογές). Έτσι η διασφάλιση της αυτοδυναμίας γίνεται και με 38- 39% (με την μεσολάβηση βέβαια κι άλλων παραγόντων). Και ίσως υπάρξει και συνέχεια. (για αλλαγή του εκλογικού νόμου μιλάει συνέχεια ο Καραμανλής). Η γενική κατεύθυνση λοιπόν είναι: Να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια τροποποίησης του εκλογικού νόμου προκειμένου να διασφαλιστεί όσο γίνεται περισσότερο η βιωσιμότητα του συστήματος της αυτοδυναμίας. Και σ’ αυτή βέβαια την περίπτωση δεν πρόκειται να προκύψει κανένα μεσοπρόθεσμο καθεστώς πολιτικής σταθερότητας. Όσες αλλαγές κι αν γίνουν στην εκλογική νομοθεσία μόνο ταχτικά, κι ως ένα σημείο, μπορούν να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα αναπαραγωγής του δικομματισμού, όπως τον γνωρίσαμε και ίσχυσε στην Ελλάδα σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Το συγκεκριμένο δικομματικό σύστημα έχει ουσιαστικά κλείσει τον κύκλο της ζωής του, είναι σε κρίση, κι αδυνατεί, όσο κι αν το επιδιώκει να αναπαραχθεί. Ωστόσο δεν πρόκειται παρά σε μια πορεία να υποκατασταθεί από ότι άλλο ήθελε προκύψει.

Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, από την άλλη, απέχει πολύ από το να μπορεί, προς το παρόν, να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο των πολιτικών συνεργασιών. Με εξαίρεση το ΛΑΟΣ και τους Οικολόγους όλοι οι άλλοι δηλώνουν αντίθετοι στις συνεργασίες. Και το ενδεχόμενο κυβερνήσεων συνεργασίας, αν θα προκύψει, θα γίνει στο όνομα αποφυγής της ακυβερνησίας, σαν δηλαδή έκτακτη συνθήκη, μεταβατική, προς μιαν νέα αυτοδυναμία (όπως έγινε και παλαιότερα με την κυβέρνηση Ζολώτα).

Οι αλλαγές στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος δεν θα προκύψουν από το σημερινό, λίγο πολύ, στατικό σύστημα των κομμάτων. Η τροποποίησή του δεν πρόκειται να γίνει αν δεν κάνουν την εμφάνισή τους νέες δυναμικές καταστάσεις που να επιβάλουν μιαν άλλη κουλτούρα άσκησης της πολιτικής (θέμα που ξεπερνά κατά πολύ το ζήτημα στη μορφή και το περιεχόμενο που τίθεται σήμερα).
Αλλά μέχρι τότε όλα θα επικεντρώνονται στη διασφάλιση της αυτοδυναμίας.

Η ενίσχυση, από την άλλη, των «μικρών», αποτελεί μια γενική τάση πού προκύπτει αντανακλαστικά από την κρίση του δικομματισμού. Δεν αφορά συγκεκριμένες υποστηρίξεις, θετικές, αλλά μιαν γενική μετατόπιση, πρόσκαιρη κι αυτή, σημείο των καιρών. Πού όμως δεν την εκλαμβάνουν έτσι οι «μικροί». Η ρευστότητα και οι ανακατατάξεις είναι γενικευμένο φαινόμενο πού αφορά και τους μικρούς. Μέσ’ την πολιτική κρίση είναι κι αυτοί και δεν αρκεί η κριτική στο δικομματισμό για να τους βγάλει απ’ έξω.
Βασικό αιτούμενο της Ελληνικής κοινωνίας αποτελεί η ανανέωση της πολιτικής ζωής με γενική απεύθυνση στο σύνολο του πολιτικού κόσμου. Κανείς δεν μπορεί αυτό το αίτημα να το αγνοήσει, να το παρακάμψει, να το πλαστογραφήσει χωρίς να υποστεί το ανάλογο κόστος. Και αυτό το είδαμε, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, και θα το δούμε και στο μέλλον.
Το ΠΑΣΟΚ π.χ., κατά προτεραιότητα, είναι ο επόμενος πολιτικός χώρος πού έχει όλες τις προδιαγραφές μιας νέας πολιτικής φούσκας. (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι άλλες δυνάμεις έχουν διασφαλίσει καμιά ιδιαίτερη σταθερότητα και βιωσιμότητα. Όλα είναι ρευστά και μεταβαλλόμενα, όπως τονίζουμε και παραπάνω).
Την περίπτωση μιας καλύτερης διαχείρισης της κρίσης, που θέλουν να εναποθέσουν στο ΠΑΣΟΚ διάφορα κέντρα ισχύος στην Ελλάδα και το εξωτερικό, δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με τις πραγματικές δυνατότητες του χώρου. Το ΠΑΣΟΚ του 2009 δεν μπορεί να παίξει το ρόλο πού έπαιξε τη δεκαετία του ’80. Ακόμα και στο εσωτερικό του είναι βαθιά διχασμένο, όσο κι αν αυτό δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως (κατ’ ουσία ο Γ. Παπανδρέου προχωρά μόνος του, με έναν μικρό πυρήνα στελεχών με περιορισμένες πολιτικές δυνατότητες και με μόνη συμμαχία τους λίγους παλιούς «Γενηματικούς»). Αλλά βασικά το ΠΑΣΟΚ του 2009 υστερεί σε δυναμική, δεν διαθέτει καμιά υπεροχή πολιτικής και αδυνατεί να αναπτύξει τις αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες. Γιατί λοιπόν μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα την κρίση;
Αλλά ας ξανάρθουμε στο επίμαχο θέμα της ψήφου. Χωρίς αοριστίες και υπεκφυγές. Χωρίς γενικόλογες αναφορές σε αδιέξοδα και κρίσεις.
Σε αυτές τις εκλογές θάταν θετικό να ανακοπεί η ομαλή, κανονική εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία. Να μην διασφαλιστεί καμιά αυτοδυναμία. Να ενισχυθεί, κατά τι ακόμα, η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού, να επισπευσθούν οι διαδικασίες, πού ήδη είναι σε εξέλιξη, των πολιτικών ανακατατάξεων. Να μπει σε ανοιχτή, έστω και πρόσκαιρα, κρίση το ξεπερασμένο σύστημα του συγκεκριμένου μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Να μπει σε δοκιμασία η δεδομένη διαδικασία της αναπαραγωγής του.
Σε αυτές τις εκλογές μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, αυτή είναι η ιδιαιτερότητα αυτών των εκλογών κι η σημασία τους.
Η είσοδος του πέμπτου και του έκτου κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ και ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ) στη βουλή είναι προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο (όπως και μια σημαντική ενίσχυση του ΚΚΕ -σε διψήφιο ποσοστό -, που είναι όμως πιο δύσκολο να γίνει)
Η αποχή και το λευκό, που σε ένα σημαντικό βαθμό εκφράζουν το κενό εκπροσώπησης, θα συνεχίσουν να καταγράφουν με το δικό τους τρόπο τη γενικότερη πολιτική κρίση.
Η υποστήριξη του πέμπτου και του έκτου κόμματος δεν αφορά τις πολιτικές τους. Υπαγορεύεται από τις αναγκαιότητες της συγκυρίας.
Από την ανάγκη να γίνει ακόμα ένα βήμα, έστω και μικρό, στην κατεύθυνση να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό.

Μήλιος Χρήστος 23-9-09

Σχετικά με τον Συγγραφέα

1 Σχόλιο

  • Μερικά στοιχεία για να θυμόμαστε και να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης για το βράδυ της Κυριακής…

    .

    Και τα αντίστοιχα των Ευρωεκλογών…

Μήλιος Χρήστος

Kατηγορίες

Ιστορικό