Προλεγόμενα σε μια συζήτηση για την οικονομική κρίση

Π

Ενώπιος Ενωπίω (με την κρίση)

Η οικονομική θύελλα που μαίνεται σε όλο τον κόσμο φαίνεται, σύμφωνα με όλα τα τελευταία στοιχεία, να πλησιάζει και στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες πολίτες, δημοσκοπικά, δηλώνουν απαισιόδοξοι αλλά δεν είναι έξω και από τις διάφορες καλλιεργούμενες αυταπάτες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση  των συνεπειών της κρίσης, ούτε έξω από την αναζήτηση κάποιας σωτήριας πολιτικής λύσης.
Τα πολιτικά κόμματα υποστηρίζουν σχέδια εξόδου ανέξοδα.
Τα μίντια μεγαλοποιούν τα πράγματα (για λόγους τηλεθέασης) και ταυτόχρονα τα υποβαθμίζουν (επί της ουσίας).
Μέσα στη σύγχυση πού κυριαρχεί αυτό που σιγά-σιγά φαίνεται να ξεπερνιέται, (σχετικά με μια προηγούμενη περίοδο), είναι η ψευδαίσθηση ότι η κρίση είναι κάτι σχετικά απόμακρο για τη χώρα μας, ότι μπορεί και να μην μας αγγίξει. Σε σχέση με αυτό περνάμε εκ των πραγμάτων σε μια άλλη κατάσταση. Και όσοι συνεχίζουν να έχουν αυταπάτες ας περιμένουν. Τα νέα στην οικονομία μπορεί να φαίνεται ότι αργούν αλλά τελικά φθάνουν στην ώρα τους.

Σε διεθνές επίπεδο την ευφορία της πρώτης περιόδου, πού περιελάμβανε μέτρα στήριξης του τραπεζικού συστήματος και την αθρόα προσφορά χρήματος, φαίνεται να την διαδέχεται μια περίοδος αμηχανίας και σκεπτικισμού για την αποτελεσματικότητα των μέτρων. Η προϊούσα ύφεση (που συνυπολογίζεται κι αυτή στην κρίση) είναι αδύνατον να προεκτιμηθεί στις διαστάσεις και τις μορφές πού μπορεί να πάρει. Έτσι εκδηλώνεται μια δυστοκία στη λήψη νέων μέτρων, καταγράφονται διϊστάμενες απόψεις και δημιουργείται μια εικόνα αδυναμίας συντονισμού των μεγάλων δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο (G 20)
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γενικευμένης κρίσης, οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής, η ανθρωπότητα οδεύει προς το άγνωστο, ανασφαλής και έντρομη για πιθανά μεγαλύτερα δεινά πού της επιφυλάσσει το μέλλον.

2. Η ώρα της πολιτικής οικονομίας

Η οικονομική φιλολογία των ημερών, διεθνώς, κατά κοινή ομολογία, είναι ελάχιστα διαφωτιστική.
Υπάρχει μια ομοιογένεια στην ανάπτυξη των οικονομικών θεμάτων. Οι προσεγγίσεις είναι πανομοιότυπες. Περιγραφικές επί το πλείστον, δημοσιογραφικού χαρακτήρα, αναφέρονται σε εμπειρικά δεδομένα και διατυπώνουν τις ίδιες ή παραπλήσιες οικονομικές εκτιμήσεις και προτάσεις. Θα νόμιζε κανείς ότι οτιδήποτε γράφεται, αυτή την περίοδο, είναι αναδημοσίευση ενός νοητού κειμένου που έχει τεθεί στη διάθεση όλων όσων θέλουν να γράψουν κάτι για την κρίση και το παίρνει ο καθένας και το αναπαράγει με ελάχιστες τροποποιήσεις.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες εκτιμήσεις, μόνο εμπειρικές καταγραφές πού περιορίζονται στην άμεση οικονομική συγκυρία την στιγμή που η κρίση την ξεπερνά κατά πολύ. Η αναπαραγωγή, από την άλλη, κάποιας παλιάς θεωρίας αυτούσιας δεν αρκεί. Η ανεπάρκεια των ερμηνευτικών πλαισίων γίνεται ολοένα πιο έκδηλη. Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι και η απουσία οποιουδήποτε αντίλογου σε όσα επίσημα γράφονται και λέγονται. Ενός κριτικού λόγου που, στοιχειωδώς έστω, να διαφοροποιείται στον τρόπο προσέγγισης των ζητημάτων.
Πιστεύουμε ότι αργά ή γρήγορα κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τα προβλήματα που θέτει η κρίση. Ότι οι επιφανειακές αναφορές θα παραχωρήσουν τη θέση τους σε ουσιαστικές αναλύσεις. Ότι το κύριο σε αυτή και την επόμενη φάση είναι να τεθούν στο τραπέζι τα πραγματικά προβλήματα, να μετατεθεί η συζήτηση για τα οικονομικά από το σημερινό δημοσιογραφικό και εμπειρικό επίπεδο στο επίπεδο της πολιτικής οικονομίας. Και ο καθένας να συμβάλει στην κατανόηση, όσο γίνεται περισσότερο, των μεγάλων ανατροπών που κυοφορούνται, σε όλα τα επίπεδα, μέσω της σημερινής κρίσης.

3. Το νέο ορόσημο

Όσα χρόνια ευημερίας και ανάπτυξης και να περάσουν, το σύστημα, δεν πρόκειται να απαλλαγεί από τον εφιάλτη του 1929.
Αυτός θα επανέρχεται διαρκώς με την παραμικρή διαταραχή, θα ξυπνά μνήμες, θα προκαλεί φόβους, ανασφάλειες, θα βάζει σε αμφισβήτηση τις δυνατότητες του συστήματος.
Το 1929 είναι ένα ακλόνητο ορόσημο, μια πληγή που επουλώθηκε αλλά μπορεί ανά πάσα στιγμή να αιμορραγήσει, μια κατάρα που το σύστημα δεν μπορεί να εξευμενίσει.
Ογδόντα χρόνια μετά, οι προσεισμικές δονήσεις της νέας κρίσης και οι άγνωστες, ακόμα, πτυχές της μακράς ύφεσης πού την ακολουθεί προαναγγέλλουν ένα ακόμα ισχυρότερο κράχ που όλα δείχνουν ότι θα αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του 1929 και θα αποτελέσει το νέο ορόσημο στην ιστορική πορεία εξέλιξης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

4.Τα αίτια της κακοδαιμονίας

Το μυστικό της κακοδαιμονίας, η αιτία των κρίσεων, υπήρξε αντικείμενο πολλών μελετών, κύρια από την μεριά των επικριτών του συστήματος, αλλά και την επίσημη ακαδημαϊκή οικονομολογία.
Όλες αυτές οι θεωρητικές αναλύσεις των κρίσεων, στο σύνολό τους, συνιστούν μια ορισμένη υποδομή για το προχώρημα των ερευνών και την θεωρητική συγκρότηση των νέων προσεγγίσεων. Η κάθε μία από τις μέχρι τώρα θεωρίες, στην εποχή της, διεκδίκησε μιαν επιστημονική εγκυρότητα και ορθότητα και έτυχε, στην συνέχεια, μιας ορισμένης αξιολόγησης με βάση την σχετική της ισχύ ή όχι. Υπήρξε και η αντίστοιχη θεωρητική διαμάχη πού σε άλλες περιπτώσεις συνέβαλε στην αποσαφήνιση των διαφορετικών θεωριών και σε άλλες στην δογματική αποδοχή και υιοθέτηση της μιας ή της άλλης άποψης.
Όπως και ναχει το πράγμα μια συζήτηση σήμερα για τις οικονομικές κρίσεις δεν γίνεται από μηδενική βάση. Υπάρχει ένα πλούσιο υλικό, μια κατατεθειμένη γνώση πού πρέπει να την διαχειριστούμε με έναν δημιουργικό τρόπο.

Η Αριστερά κι η κρίση
Από τον τριτοδιεθνισμό στον Κεϋνσιανισμό και στον προστατευτισμό.

Για την αριστερά η ερμηνεία της κρίσης είχε πάντα μεγάλη σημασία. Καθόριζε για μεγάλες περιόδους τις πολιτικές της και μιαν αντίληψη για την ιστορική εξέλιξη. Όλες οι εκδοχές που υποστηρίχθηκαν κατά καιρούς κατατάσσονται τελικά σε δύο γενικές θέσεις. Τη μία που υποστήριζε την «κατάρρευση του συστήματος» (Τρίτη διεθνής) και την άλλη που πρέσβευε τον «διαρκή εξελικτισμό του» (Δεύτερη διεθνής). Η πρώτη έθετε συνεχώς το ζήτημα της επικαιρότητας της επανάστασης ενώ η δεύτερη αναζητούσε τρόπους «προοδευτικής διαχείρισης» του συστήματος (και των κρίσεών του). Και οι δύο ιστορικά δοκιμάσθηκαν κι οδήγησαν την αριστερά, η κάθε μια με τον τρόπο της, σε ανάλογα αδιέξοδα.
Στην πρώτη περίπτωση κάθε οικονομική κρίση εκλαμβάνονταν σαν η ικανή και αναγκαία συνθήκη πού, από μόνη της, έθετε το ζήτημα της επανάστασης στην ημερήσια διάταξη. Αυτό οδηγούσε αυτόματα σε έναν οικονομίστικο τρόπο κατανόησης των εξελίξεων, σε μια παράβλεψη των πολιτικών και κοινωνικών όρων οποιασδήποτε αλλαγής. Η δυνατότητα μετατροπής μιας οικονομικής κρίσης σε πολιτική κρίση και η διαμόρφωση επαναστατικών συνθηκών συνιστά μια πιθανή εκδοχή πού αφορά, πολύ συγκεκριμένα μάλιστα, μια σειρά παραμέτρους (ιδιαιτερότητα της κρίσης, υποκειμενικούς παράγοντες, διεθνείς συγκυρίες κλπ).
Η μετατροπή μιας οικονομικής κρίσης σε πολιτική (οι όροι μιας τέτοιας μετατροπής) παραμένουν ιστορικά ένα κρίσιμο θέμα (προς διερεύνηση) για την αριστερά. Καμιά κρίση δεν μετατρέπεται αυτόματα και αναγκαία σε πολιτική κρίση. Το πολιτικό δεν απορρέει απ’ ευθείας και με γραμμικό τρόπο από το οικονομικό. Το πολιτικό αποτελεί ένα ιδιαίτερο πεδίο με «δική του δομή κι οργάνωση». Και βέβαια κάθε πολιτική κρίση δεν ταυτίζεται με μιαν επαναστατική κατάσταση. Μπορεί να υπάρξουν πολιτικές κρίσεις (σαν απόρροια αντίστοιχων οικονομικών) με πολύ διαφορετικό χαρακτήρα (και τέλος πάντων πολιτικές κρίσεις πού να μην σχετίζονται με κρίσεις του κράτους και ανατροπές των δεδομένων κοινωνικών συσχετισμών). Η σχέση οικονομικής – πολιτικής κρίσης έτσι, παίρνει διάφορες μορφές πού πρέπει να εξετάζονται συγκεκριμένα κάθε φορά. Το βέβαιο είναι ότι καμιά οικονομική κρίση, από μόνη της, δεν πρόκειται να γκρεμίσει το σύστημα κι ότι οι οποιεσδήποτε αλλαγές θα κριθούν στο επίπεδο των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών κι αναμετρήσεων.

Το ότι οι κρίσεις από μόνες τους δεν οδηγούν στην κατάρρευση του συστήματος μπορεί σήμερα να συνιστά μια ευνόητη παραδοχή. Ωστόσο το νόημα μιας τέτοιας παραδοχής πρέπει να ελέγχεται.
Μπορεί να αναφέρεται στη σημασία του υποκειμενικού, πολιτικού και κοινωνικού παράγοντα στις εξελίξεις (όπως επισημάναμε παραπάνω )
Μπορεί να συνιστά απλά έναν διαχωρισμό από μοιρολατρικές ιδέες για την κοινωνική αλλαγή.
Μπορεί ακόμα να υποδηλώνει την πίστη στις δυνατότητες του συστήματος, στην ευχέρεια να αντιμετωπίζει και να ξεπερνά τις κρίσεις και να το «πάει το θέμα αλλού ….στην «αιώνια και φυσική δήθεν υπόσταση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος». Όλες οι εξελικτικές θεωρίες στηρίχθηκαν σε μια τέτοιας μορφής παραδοχή. Όλος ο ιστορικός ρεφορμισμός πάτησε πάνω στο αδύνατον αυτοαναίρεσης του συστήματος και από αυτή την άποψη συνιστά μια συντηρητική αντίληψη όλης της ιστορικής διαδικασίας. Δεν είναι ότι εργάσθηκε για την μεταρρύθμιση του συστήματος, για την ορθολογικοποίηση των λειτουργιών του, είναι ότι αυτό το έκανε πιστεύοντας στο αναπόδραστο μιας ομαλής εξέλιξης χωρίς ανατροπές και απρόβλεπτους μετασχηματισμούς. «Πιστεύοντας ότι μπορεί το σύστημα να ξεπερνά πάντα τις κρίσεις του, όχι όμως και ότι είναι δυνατόν και να μην μπορεί κάποτε».

Στην τριτοδιεθνιστική συλλογιστική καθιερώθηκε και ο όρος της «γενικής κρίσης του καπιταλισμού». Ο όρος αυτός εξάλειφε το στοιχείο της ιδιαιτερότητας της κάθε κρίσης και θεωρούσε ότι το σύστημα διέτρεχε την τελευταία του περίοδο κι άρα ήταν σε διαρκή κρίση. Το στοιχείο της ιδιαιτερότητας της κάθε κρίσης το παρέβλεπε και η θεωρία για τον ιμπεριαλισμό (σαν ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού) και του μονοπωλιακού καπιταλισμού που πρέσβευε ότι η κρίση καλύπτει ένα ολόκληρο στάδιο ανάπτυξης του συστήματος.
Κάθε κρίση όμως έχει την ιδιαιτερότητά της. «Τα στοιχεία της κρίσης αν και μόνιμα στην αναπαραγωγή του συστήματος συνιστούν μια ιδιαίτερη συμπύκνωση, κάθε φορά, των αντιθέσεών του». Η «συγκεκριμένη ανάλυση της κάθε συγκεκριμένης κρίσης» θα εμπλούτιζε την Μαρξιστική θεωρία των κρίσεων, θα προσκόμιζε νέα στοιχεία, θα συνέβαλε στην παρακολούθηση και μελέτη των αλλαγών που σημειώνονται ιστορικά στην εξέλιξη του συστήματος και θα βελτίωνε τα ερμηνευτικά εργαλεία. Η καθιερωμένη γενικόλογη συζήτηση για τις κρίσεις, πού είναι απαραίτητη και αναγκαία, θα ήταν πολύ χρήσιμο, κάθε φορά, να περιελάμβανε και στοιχεία που θα τεκμηρίωναν και θα διαφώτιζαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα κάθε κρίσης.

Οι «καταστροφικές θεωρίες των κρίσεων» μπορεί σήμερα να μην υποστηρίζονται ανοιχτά στο χώρο της αριστεράς, αλλά, εν τω μεταξύ, έχουν υποκατασταθεί από μια άλλη θεώρηση των κρίσεων. Ο Κεϋνσιανισμός έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια το κυρίαρχο ρεύμα οικονομικής σκέψης στην αριστερά. Έχει υποκαταστήσει σταδιακά όλο το παλιό τριτοδιεθνιστικό πλαίσιο αναφοράς για τις κρίσεις. Κι έχει εμπλουτίσει σημαντικά τον κλασικό ρεφορμισμό της δεύτερης Διεθνούς. Η συγχώνευση της θεωρίας του Κεϋνς με την Αριστερά συνέβη σταδιακά στη διάρκεια όλης της μεταπολεμικής περιόδου κι αποτέλεσε αποφασιστικό στοιχείο στην ιδεολογική-πολιτική της συγκρότηση. Η ιστορική επιρροή του Κεϋνσιανισμού στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της μεταπολεμικής αριστεράς είναι καθοριστική από κάθε άποψη. Γεγονός πού ελάχιστα έχει αναγνωριστεί κι αποτιμηθεί. Τόσο ο προγραμματικός λόγος της αριστεράς όσο και οι τρέχουσες διεκδικήσεις αλλά και το όποιο κυβερνητικό της έργο συνιστούν τις συνεπέστερες εξαγγελίες και εφαρμογές της Κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής. Η αριστερά εδώ και πολλά χρόνια ορίζεται αυστηρά μέσ’ το πλαίσιο της Κεϋνσιανής θεωρίας και πολιτικής. Χωρίς να το δέχεται κάτι τέτοιο. Κι ακόμα έχοντας μιαν απαξιωτική γενικά στάση απέναντι στον Κέϋνς και την θεωρία του.
Η αριστερή τάση των Κεϋνσιανών (R. Crossman, Joan Robinson κλπ) διαπιστώνοντας την επιρροή του Κεϋνς στην αριστερά, προσπάθησαν για πολλά χρόνια να στοιχειοθετήσουν την σχέση της Μαρξιστικής θεωρίας με την θεωρία του Κεϋνς, να συνδέσουν τις δύο θεωρίες συσχετίζοντας έννοιες και όρους της μιας θεωρίας με την άλλη. Ωστόσο το όλο ζήτημα για την Αριστερά (της σχέσης της δηλ με τον Κεϋνσιανισμό) παρέμεινε σε ένα πρακτικο-πολιτικό επίπεδο.

Οι απόψεις της Αριστεράς για τον οικονομικό ρόλο του κράτους (τον οικονομικό –επιχειρηματικό, αλλά και τον παρεμβατικό-ρυθμιστικό του ρόλο), την αύξηση των κρατικών επενδύσεων, των κρατικών κοινωνικών δαπανών, τον κρατικό δανεισμό την αύξηση των ελλειμμάτων (την σύνταξη ελλειμματικών προϋπολογισμών), την αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας (στις φάσεις της κρίσης και της ύφεσης ) και της επέκτασης των πιστώσεων, την επιβολή νομισματικών ελέγχων (εθνικών και διεθνών), όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της επιρροής πού άσκησαν οι θεωρίες του Κεϋνς στην πολιτική της.

Η θεωρία του Κεϋνς είναι συγγενής με τις γνωστές θεωρίες υποκατανάλωσης (διατυπωμένη με τον δικό της ιδιαίτερο τρόπο, όπως άλλωστε κάθε θεωρία υποκατανάλωσης).
Η ενεργός ζήτηση, ο πολλαπλασιαστής (η πολλαπλασιαστική σχέση επένδυσης-εισοδήματος), η αρχή της επιταχύνσεως (η επιταχυνόμενη επίδραση της κατανάλωσης στην επένδυση) αποτελούν τον πυρήνα της Κεϋνσιανής σκέψης.
Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο στη θεωρία του είναι εκείνο πού αναφέρεται, (σε συνθήκες κρίσης), στην αύξηση της ενεργού ζήτησης (της επένδυσης και της κατανάλωσης κι άρα των εισοδημάτων και της απασχόλησης) μέσω της αύξησης των κρατικών δαπανών (δημοσίων επενδύσεων). Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Είναι όλη η πολιτικο-οικονομική του φιλοσοφία για τον ρόλο του κράτους, την ανάγκη ρύθμισης της αγοράς, την θέσπιση κανόνων, την ελεγχόμενη λειτουργία του συστήματος. Η θεωρία του Κεϋνς είναι η μόνη αντι-φιλελεύθερη φωνή μέσα στην μακρά ιστορία της επίσημης οικονομολογίας. Αυτό (το αντι-φιλελεύθερο στοιχείο) την κάνει να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες σχολές, τους κλασσικούς, τους νεοκλασικούς και τους σύγχρονους νεοφιλελεύθερους.
Ο οικονομικός ρόλος του Κράτους, θεωρητικά και πρακτικά προβλήθηκε πρώτα από τον Κεϋνς. Είναι ο θεωρητικός της διεύρυνσης του οικονομικού ρόλου του κράτους. Αυτός πού συνέδεσε την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος με τον μεσολαβητικό ρόλο του κράτους.
Είναι η μόνη οικονομική θεωρία στον ακαδημαϊκό χώρο πού «τεκμηρίωσε» μιάν ορισμένη απάντηση στην οικονομική κρίση (άσχετα αν αυτή είναι εφαρμόσιμη κι αποτελεσματική ή όχι). Όλες οι άλλες υποστηρίζουν την αυτορύθμιση του συστήματος. Το στοιχείο της κρατικής παρέμβασης στις κρίσεις είναι αποκλειστικό γνώρισμα της Κεϋνσιανής θεωρίας. Ο Προσδιορισμός του συνολικού όγκου των επενδύσεων, για τον Κεϋνς, δεν είναι υπόθεση των ιδιωτών επιχειρηματιών αλλά κύρια του κράτους. Η ευθύνη των επενδύσεων μεταφέρεται από τη σφαίρα του ιδιωτικού στη σφαίρα του δημοσίου. Η κοινωνικοποίηση των επενδύσεων μαζί με την προώθηση της κατανάλωσης συνιστούν τις δύο όψεις της Κεϋνσιανής έννοιας της ενεργού ζήτησης (κοινωνική επένδυση + κατανάλωση). Η Κεϋνσιανή σχολή δεν αγνοεί την κρίση των οικονομικών τού κράτους, όπως ισχυρίζεται ο Γ. Σταμάτης (η υποστήριξη του δημόσιου δανεισμού, των ελλειμματικών προϋπολογισμών κλπ. αποδεικνύει το αντίθετο) απλά προκρίνει τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους (με ότι κόστος αυτό συνεπάγεται) σαν την μόνη δυνατή διέξοδο από τις κρίσεις. Τώρα το πόσο αποτελεσματική είναι μια τέτοια πολιτική (και με αυτήν την έννοια πόσο ρεαλιστική) αυτό είναι συζητήσιμο και μάλιστα πολύ. Αλλά επ’ αυτού ας μην επεκταθούμε επί του παρόντος.

Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν προκύπτουν απ’ ευθείας από τη Γενική θεωρία του Κεϋνς. Ο Κεϋνσιανισμός πέρα από οικονομική θεωρία υπήρξε και οικονομική πολιτική. Στην μακρόχρονη εφαρμογή της οποίας οφείλει την σημερινή του μορφή. «Αριστεροί» και «δεξιοί» οπαδοί της Κεϋνσιανής θεωρίας της προσέδωσαν κάθε δυνατή ερμηνεία και εφαρμογή. Και την κατέστησαν ένα ευρύ ρεύμα οικονομικής σκέψης και πολιτικής πού στο σύνολό του ορίζεται στον αντίποδα της φιλελεύθερης τάσης. Ο Κεϋνσιανισμός συνδέεται οργανικά και συντάσσεται με το γενικότερο ρεύμα του προστατευτισμού στην οικονομία. Φιλελευθερισμός και προστατευτισμός σήμερα αποτελούν σχηματικά τις δύο αντίπαλες οικονομικές σχολές πού ανταγωνίζονται σε διεθνές επίπεδο με τους Κεϋσιανούς και την Αριστερά να συμπίπτουν στην υποστήριξη προστατευτικών μέτρων. Με αυτή την έννοια η σημερινή Αριστερά, στις κύριες εκπροσωπήσεις της, και στο επίπεδο της οικονομίας, θα μπορούσε να ορισθεί, (θετικά), ως Κεϋνσιανή Αριστερά παρ’ όλο που η ίδια προτιμά να αυτοχαρακτηρίζεται (αρνητικά) αντιφιλελεύθερη… (Προσχηματική, κατά την γνώμη μας, η διαφορά).
Αν όμως σύμφωνα με τα παραπάνω η Αριστερά, (πέρα από οποιουσδήποτε χαρακτηρισμούς) στο επίπεδο των οικονομικών της απόψεων, κινείται γενικά αντι-φιλελεύθερα, προστατευτικά, το ερώτημα πού γεννάται είναι ποια η σχέση της με την Μαρξιστική οικονομική θεωρία και πολιτική;

Ο Μάρξ και οι «μαρξιστικές» θεωρίες για τις κρίσεις.

Στα οικονομικά κείμενα του Μάρξ δεν υπάρχει κάποιο κεφάλαιο αφιερωμένο ειδικά στις οικονομικές κρίσεις. Υπάρχουν διάσπαρτες διατυπώσεις (στο «Κεφάλαιο» και στις «θεωρίες της υπεραξίας») που αφήνουν περιθώρια για διάφορες προσεγγίσεις. Πολλοί επέλεξαν κάποιες από αυτές τις διατυπώσεις και τις ανήγαγαν σε γενικές θεωρίες. Έτσι προέκυψαν οι μαρξιστικές θεωρίες για τις κρίσεις. Οι πιο διαδεδομένες από αυτές είναι: οι θεωρίες της υπερπαραγωγής, της υποκατανάλωσης, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, οι θεωρίες της δυσανάλογης ανάπτυξης της παραγωγής από κλάδο σε κλάδο, η κρατικομονοπωλιακή θεωρία και η θεωρία των επιστημονικοτεχνικών επαναστάσεων (μεταπολεμικά αυτές) και η πρόσφατη θεωρία της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού.
Όλες αυτές με τον τρόπο τους παραβιάζουν την συνθετότητα της Μαρξιστικής ανάλυσης των κρίσεων. Την διασπούν και την επιμερίζουν. Κι επιτείνουν την κρίση του ερμηνευτικού πλαισίου που ούτως ή άλλως υπάρχει.
Ο Μάρξ, με τα μέχρι τότε στοιχεία, προσπάθησε να συλλάβει τα γενικά συστατικά στοιχεία των οικονομικών κρίσεων, αυτά που προκύπτουν σαν αντιφάσεις του ίδιου του ιστορικού τρόπου λειτουργίας του συστήματος και ενυπάρχουν σε κάθε κρίση. Έτσι οι αναφορές στην διαρκή τάση υπερπαραγωγής, στην αναντίστοιχη κατανάλωση, στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, στην δυσανάλογη ανάπτυξη ανάμεσα στους διάφορους κλάδους, στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ιδιοποίηση του πλεονάσματος από μία τάξη, όλες μαζί, αυτές οι αναφορές, συνιστούν ένα «σύνολο δυνητικών διεργασιών και φαινομένων» πού έπρεπε να ληφθούν από κοινού υπ’ όψιν προκειμένου να κατανοηθούν οι οικονομικές κρίσεις. Αντί να ληφθούν η κάθε μια χωριστά και να συντεθούν ιδιαίτερες θεωρίες.
Και πέραν αυτών υπάρχει ανοιχτό το ειδικό ζήτημα τής κάθε ξεχωριστής κρίσης που απαιτεί ειδική έρευνα και μελέτη καθ’ ότι καμιά κρίση δεν είναι πανομοιότυπη με κάποια άλλη.
Για την κατανόηση της Μαρξιστικής θεωρίας χρειάζονται επικεντρώσεις και συσχετίσεις λειτουργιών και μεγεθών κι είναι πολύ εύκολο κανείς να παρεκκλίνει από τον πυρήνα της θεωρητικής του σύλληψης.
Για πολλά χρόνια στους κόλπους των Μαρξιστών δέσποζε η αντίθεση ανάμεσα στους υποστηριχτές της θεωρίας της υπερπαραγωγής από τη μια και της υποκατανάλωσης από την άλλη, με την πρώτη να διεκδικεί την «αριστερή», ορθόδοξη, ερμηνεία των κρίσεων και την δεύτερη να αποτελεί την «ρεφορμιστική της» παρέκκλιση. Σήμερα γίνεται φανερό ότι η εμμονή σε μια τέτοια αντιπαράθεση δεν βοηθά καθόλου στη κατανόηση της μαρξιστικής θεωρίας των κρίσεων.
Το Μαρξιστικό ερμηνευτικό πλαίσιο για τις κρίσεις αποτελεί, μέχρι σήμερα, την πιο σύνθετη και πολυσήμαντη προσέγγιση του όλου θέματος. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να αποκατασταθεί στην πολυσυνθετότητα του. Να απαλλαγεί από τις μονομερείς προσεγγίσεις, τις πολιτικές του διαστρεβλώσεις, την δογματική αποδοχή της μιας ή της άλλης ιδιαίτερης ερμηνείας, την διαρκή αναπαραγωγή (αυτούσιων) όλων των μερικότερων θεωρητικών του διατυπώσεων. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αποτελέσει τη βάση για νέες θεωρητικές αναζητήσεις.
Η σημερινή κρίση του ερμηνευτικού πλαίσιου αφορά δύο πράγματα: Πρώτον την διάσπαση, τον επιμερισμό, την δογματοποίηση της Μαρξιστικής θεωρίας για τις κρίσεις και δεύτερον τα ίδια τα όρια της Μαρξιστικής ανάλυσης. Η απαλλαγή από το πρώτο αποτελεί την μόνη διαδικασία για την εισαγωγή στο δεύτερο. Κι η απόσταση που πρέπει να διανυθεί, σε αυτή την κατεύθυνση, είναι πολύ μεγάλη. Και άλλος δρόμος αναζήτησης, (πού να θέλει να παρακάμψει την Μαρξιστική θεωρία), δεν υπάρχει.

Η κατάσταση στην Αριστερά σήμερα παρουσιάζεται ιδιαίτερα αντιφατική. Η όποια θεωρητική αναφορά στο Μαρξισμό γίνεται μέσα από έναν καταχτημένο μονοσήμαντο, γενικό και δογματικό τρόπο (όπως αναφέρουμε παραπάνω). Που δεν επηρεάζει καθόλου την πολιτική και προγραμματική της δράση. Από την άλλη στο καθημερινό πρακτικο-πολιτικό επίπεδο ορίζεται ολοκληρωτικά μέσα από τις αρχές του προστατευτισμού και της Κεϋνσιανής θεωρίας. Η Αριστερά σήμερα, στο οικονομικό επίπεδο, είναι αυτό που απλοϊκά μπορούμε να πούμε, «Μαρξιστική στα λόγια, Κεϋνσιανή στη πράξη». Για την ερμηνεία των κρίσεων προστρέχει στις διάφορες μαρξιστογενείς θεωρίες και για την αντιμετώπισή τους αντιγράφει τα Κεϋνσιανα μέτρα.

Η όλη κατάσταση, γίνεται φανερό, απαιτεί μιαν υπέρβαση και πρώτα από όλα έναν θεωρητικό επαναπροσδιορισμό και στη συνέχεια μιαν άλλη πολιτική κατεύθυνση δράσης. Έως τότε τα πράγματα θα κινούνται περίπου στο επίπεδο πού περιγράψαμε παραπάνω.

1/7/2009

Μήλιος Χρήστος

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό