Ανέτοιμος ο λαός και τα κόμματα της Κύπρου για μια πολιτική τοποθέτηση στο σχέδιο Ανάν

Α

1. Οι μακροχρόνιες διπλωματικές συνομιλίες για το Κυπριακό είχαν, μέχρι τώρα, ένα χαρακτηριστικό. Δεν αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο μιας θετικής κατάληξης, μιας άμεσης επίλυσης του Κυπριακού.

Διεξάγονταν ελεύθερα, χωρίς δεσμευτικούς όρους και προϋποθέσεις, με προεξοφλημένο λίγο – πολύ το αποτέλεσμα.

Το αδιέξοδο που διαπιστώνονταν κάθε φορά, το διαδέχονταν μια περίοδος χαμηλής κινητικότητας, έως ότου να ορισθεί η επανέναρξη ενός νέου γύρου συνομιλιών με προεκτιμημένα και πάλι τα όρια του διαλόγου. Και ούτω καθεξής.

Ο προσχηματικός αυτός χαρακτήρας των διαβουλεύσεων (που κύρια καθορίζονταν από την Τουρκοκυπριακή πλευρά) είναι πια παρελθόν.

Καλλιέργησε βέβαια για μεγάλο διάστημα ένα κλίμα και μια αντίληψη σχετικά με την επίλυση του Κυπριακού. Δεν επέτρεψε να γίνουν αντικείμενο δημόσιου προβληματισμού, όσο έπρεπε, συγκεκριμένα σχέδια και συγκεκριμένες λύσεις. Να γίνουν κατανοητά τα πλαίσια μέσ’ στα οποία θα περιορίζονταν αυτές, το περιεχόμενο που θα μπορούσαν να έχουν.

Οι διακηρυκτικού χαρακτήρα αναφορές σε στόχους και επιδιώξεις έγιναν σε βάρος μιας πολιτικής κατανόησης του Κυπριακού προβλήματος. Δεν κρατήθηκε μια ισορροπία ανάμεσα στο «τι θα θέλαμε να γίνει και τι μπορεί»

Το σχέδιο Ανάν για πρώτη φορά εξαναγκάζει τα πράγματα. Προτείνει μια συγκεκριμένη λύση και την θέτει μέσα από δημοψηφίσματα στην κρίση των δύο κοινοτήτων σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια

Η παραπομπή της τελικής απόφασης «στο λαό της Κύπρου» σημειολογικά παραπέμπει σε μια δημοκρατική διαδικασία ενώ πρακτικά πολιτικά προωθεί ένα αποτέλεσμα «εδώ και τώρα» καθ’ υπέρβαση των μέχρι τώρα δηλωμένων προθέσεων των πολιτικών ηγεσιών και των κομμάτων όλων των εμπλεκομένων μερών.

Η αμηχανία του πολιτικού κόσμου να τοποθετηθεί (πλην όσων είναι προβλέψιμοι και δε-δομένοι: ΚΚΕ, Παπανδρέου, Λυσσαρίδης, Παπαθεμελής κ.ά.) δείχνει την ανετοιμότητά του να αντιμετωπίσει μια τέτοια διαδικασία και παράλληλα την συνολική παγίδευσή του μέσα σε αυτήν, από την οποία είναι δύσκολο να βγει χωρίς να πάρει θέση πάνω στο περιεχόμενο και να ξεκαθαρίσει η κάθε πλευρά τις πολιτικές της απόψεις.

Το σχέδιο Ανάν εξαναγκάζει τόσο με την αποδοχή του όσο και με την απόρριψή του στην επανατοποθέτηση του Κυπριακού σε νέες βάσεις, πέραν από εκείνες των μέχρι τώρα συνομιλιών.

Είμαστε λοιπόν ήδη μπροστά σε μια πολιτική λύση του Κυπριακού. Και χρειάζεται να παρθούν αποφάσεις και να γίνουν επιλογές. Αυτή είναι η διαφορά με την προηγούμενη περίοδο. Τι άραγε μπορεί να προκύψει;

2. Η στρατηγική της Ελληνοκυπριακής πλευράς, τριάντα χρόνια τώρα, επικεντρώνονταν στον στόχο της επανάκτησης της οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας στο νησί μέσα από την διεκδίκηση της αποκατάστασης της ενότητας (Ενιαία Κύπρος – ανεξάρτητη).

Σ’ αυτή τη βάση αποκλείστηκε η λύση της διχοτόμησης που ήταν και είναι η στρατηγική της Τουρκίας και αποβλέπει στη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής του 74. Και προκρίθηκε η λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Το ομόσπονδο σχέδιο Ανάν έχει έντονα διχοτομικά χαρακτηριστικά. Από αυτή την άποψη εξυπηρετεί τα στρατηγικά σχέδια της Τουρκίας. Αποδυναμώνει όμως σταδιακά την στρατιωτική της παρουσία στο νησί, γεγονός που υποβαθμίζει τη στρατιωτική σημασία της Β. Κύπρου για την Τουρκία σε βάθος χρόνου.

Θεσπίζει μια τυπική συνένωση (χαλαρή ομοσπονδία) και προβλέπει μια ελεγχόμενη και περιορισμένη παρουσία των Ελληνοκυπρίων στη Β. Κύπρο. Ικανοποιεί έτσι στο ελάχιστο τις προσδοκίες για επιστροφή των προσφύγων, για ελεύθερη εγκατάσταση και διακίνηση, για την ισχύ του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Στοιχεία που συνιστούν το βασικό πλαίσιο διεκδίκησης της Ελληνοκυπριακής πλευράς.

Αυτοί οι περιορισμοί είναι γεγονός ότι δεν μπορούν να ισοσκελιστούν από τις θετικές σχετικά διευθετήσεις στο εδαφικό, που δεν ήταν ποτέ το καθ’ αυτό ζητούμενο της Ελληνοκυπριακής πλευράς, μιας και η επιδιωκόμενη λύση κινούνταν στην κατεύθυνση της ενότητας και όχι του χωρισμού του νησιού.

Ωστόσο στο σύνολό της, η πρόταση Ανάν, συνιστά μια ορισμένη απάντηση στην απαίτηση των Ελληνοκυπρίων για μια ενωμένη Κύπρο. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή δεν ικανοποιεί και το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε να ήταν σημαντικά διαφορετική και ταυτόχρονα βέβαια αποδεκτή και από την άλλη πλευρά. 3. Με δεδομένα τα ελάχιστα περιθώρια άσκησης εθνικής πολιτικής που επιτρέπει η διε-θνής συγκυρία και η νέα τάξη πραγμάτων, η πολιτική λύση του Κυπριακού θα κινείται αναγκαστικά σε κάποια πλαίσια.

Και πρώτα απ όλα μιλάμε για ομόσπονδη λύση.

Η λύση της Ομοσπονδίας για πολλούς λόγους, και από διαφορετικές σκοπιμότητες είναι αυτή που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλων των διεθνών παραγόντων (ΗΠΑ – ΕΕ – ΟΗΕ). Και είναι η λύση που προέτεινε όλα τα προηγούμενα χρόνια η Ελληνοκυπριακή πλευρά.

Μια λύση χαλαρής ένωσης δύο χωριστών κρατών μέσ’ τις ραγδαίες συνθήκες παγκοσμιοποίησης μπορεί να έχει την έννοια ενός άσκοπου και ξεπερασμένου διαχωρισμού. Κι έτσι είναι. Αλλά μεσοπρόθεσμα οποιοδήποτε σχέδιο ομοσπονδίας με τον ένα η άλλο τρόπο θα την προβλέπει. Γιατί αυτό καθησυχάζει κύρια την Τουρκία.

Θα υπάρχουν περιορισμοί στην ελεύθερη διακίνηση και εγκατάσταση του Ελληνικού στοιχείου στη Β. Κύπρο, περιορισμοί στην ισχύ του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, χωριστή λει-τουργία δύο κρατών μελών. Για ευνόητους λόγους που αφορούν την Τουρκοκυπριακή πλευ-ρά.

Ωστόσο η μακροπρόθεσμη ενοποίηση της Κύπρου μπορεί να περνά μέσα από ομόσπονδες λύσεις τύπου Ανάν ή παραπλήσιες που η ζωή θα τις καθιστά μετεξελίξιμες. Αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί μια βεβαιότητα.

Αυτό που δεν μπορεί να γίνει στις σημερινές συνθήκες είναι μια ουσιαστική αποκατάσταση της ενότητας. Με απόλυτη ισχύ του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

Οι ομόσπονδες λύσεις θα έχουν έντονο το στοιχείο του διαχωρισμού και θα συνθέτουν μια τυπική συνένωση που όμως θα αποτελεί ένα θετικό σημείο αναφοράς για το μέλλον, που θα εγκαλεί σε μια υπέρβαση των διαχωρισμών και την επίτευξη του στόχου της ενότητας των δύο λαών και της ομαλής συμβίωσης.

4. Στις δραματικές στιγμές που περνά ο Κυπριακός Ελληνισμός αυτό που προέχει είναι η σωστή ανάγνωση του όχι. Τι σημαίνει το όχι των Ελληνοκυπρίων στο σχέδιο Ανάν;

Μέσα στο όχι εκπροσωπούνται διάφορες τάσεις.

Εκπροσωπείται η άποψη της διατήρησης της σημερινής κατάστασης ως έχει.

Δεν γνωρίζουμε αν είναι αυτής της άποψης ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μπορεί η φράση του «παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο, δεν παραδίδω κοινότητα» να εννοεί κάτι τέτοιο, αλλά μπορεί και να είναι μια διατύπωση που απλά προέκυψε μέσα σε συγκινησιακές στιγμές φόρτισης και να μην έχει πολιτικές προεκτάσεις.

Μεσ’ το όχι εκπροσωπούνται κι οι «νοσταλγοί» της επιστροφής στις συνθήκες που υπήρχαν στο νησί πριν το 74.

Αλλά και καθαρές διχοτομικές απόψεις (σαν κι αυτή του Στέφανου Μάνου) που παραβλέπουν ότι από τη διχοτόμηση δεν έχει να κερδίσει τίποτα ο Ελληνισμός κι ότι επί πλέον θα συμβάλει στην νομιμοποίηση της κατοχής και των τετελεσμένων.

Όλες οι παραπάνω τάσεις υπάρχουν. Αλλά είναι μειοψηφικές. Ο κύριος όγκος των Ελληνοκυπρίων που τάσσεται ενάντια για το σχέδιο Ανάν βρίσκεται κάτω από μια γενική αρνητική αίσθηση των πραγμάτων.

Δεν είναι σε μια άλλη Συνολική εκδοχή.

Πιστεύουμε πως υπάρχει ένα γενικό πρόβλημα πολιτικής ανετοιμότητας όχι μόνο του Κυπριακού λαού αλλά και των πολιτικών του δυνάμεων.

Τα επί μέρους ζητήματα που φαίνεται να τίθενται σχετικά με το σχέδιο Ανάν (η λειτουργικότητα, το σύστημα ασφάλειας και εγγυήσεων για την τήρηση των συμφωνιών) είναι όντως ζητήματα που απασχολούν. Θα ήταν όμως από μόνα τους ικανά να δικαιολογήσουν μια τόσο μαζική απόρριψη του σχεδίου Ανάν;

Είναι το γενικό αίσθημα μιας άδικης και ετεροβαρούς συμφωνίας σε βάρος του Ελληνισμού. Έτσι έχει αποτιμηθεί η προτεινόμενη λύση στη συνείδηση των Ελληνοκυπρίων. Και αυτό είναι που καθορίζει τη μαζική απόρριψη του σχεδίου Ανάν.

Όλη η φιλολογία για τα αρνητικά και τα θετικά του σχεδίου εντοπίζει το πρόβλημα σ’ ένα άλλο επίπεδο. Της σωστής ενημέρωσης του Κυπριακού λαού. Δεν είναι μόνο τέτοιο.

Οι κινδυνολόγοι (για την αποδοχή ή την απόρριψη του σχεδίου) συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι το πρόβλημα είναι η μειωμένη αντίληψη των κινδύνων που καραδοκούν στην μια η στην άλλη περίπτωση.

Ενώ οι συναισθηματικές εξάρσεις φορτίζουν το κλίμα εμποδίζοντας κάθε πολιτική προσέγγιση.

Από την άλλη ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας του δημοψηφίσματος όπως μεθοδεύτηκε από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ και την ΕΕ αφήνει ελάχιστα περιθώρια για πολιτική περισυλλογή.

Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα συγκρουόμενων απόψεων, διλημμάτων, εκτιμήσεων και επιλογών εκκρεμεί η απόφαση για την πολιτική λύση του Κυπριακού.

Η αναβολή του δημοψηφίσματος σίγουρα θα ανακούφιζε την Ελληνοκυπριακή πλευρά, θα έδινε την ευκαιρία να αξιολογήσει πολιτικά τη στάση της και τις επιλογές της.

Κάτω από τις σημερινές συνθήκες, έτσι όπως έχουν δρομολογηθεί και εξελίσσονται τα πράγματα, η πρόταση για αναβολή δεν συνιστά μια διαδικαστική υπεκφυγή. Απαντά στην ουσία.

Είναι δύσκολο να ανατραπεί ένα μαζικά διαμορφωμένο αίσθημα αδικίας μέσα σε συνθήκες εξαναγκασμού, πιέσεων και κινδυνολογίας.

Χρειάζονται επίπονες πολιτικές διαδικασίες που θα αναδεικνύουν τον πολιτικό χαρακτήρα των αναγκαίων επιλογών.

Που θα αντιμετωπίζουν το σημερινό πρόβλημα της πολιτικής ανετοιμότητας πρώτα στο επίπεδο των πολιτικών δυνάμεων και στη συνέχεια στο λαό.

Θεσσαλονίκη 16/4/2004

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Η Σύνταξη

Kατηγορίες

Ιστορικό