Τα επικοινωνιακά παιχνίδια της κυβέρνησης και η σκληρή πραγματικότητα (της Χρύσας Λιάγγου)

Τ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 2/4/2017
Και οι υδροηλεκτρικές μονάδες της ΔΕΗ προς πώληση από το ερχόμενο φθινόπωρο

Πώς «βυθίζεται» η ΔΕΗ στο όνομα του πολιτικού κόστους

Τα επικοινωνιακά παιχνίδια της κυβέρνησης και η σκληρή πραγματικότητα του market test

Τα λάθη στρατηγικής και γιατί η ενεργειακή πολιτική που ακολουθείται οδηγεί σε αδιέξοδο.

Ανέφικτη εκτιμάται η συμφωνία της κυβέρνησης με τους θεσμούς για πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης και του κατευνασμού των εσωκομματικών αντιδράσεων η κυβέρνηση διατυμπανίζει ότι πέτυχε να μείνει εκτός συμφωνίας η δέσμευση για πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων. Αυτό που επιμελώς αποκρύπτει είναι ότι η συμφωνία είναι βραχυπρόθεσμης διάρκειας και ότι το φθινόπωρο το θέμα της πώλησης υδροηλεκτρικών θα επανέλθει, αφού από τώρα οι πάντες, ακόμα και η ίδια η ΔΕΗ, προεξοφλούν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επενδυτικό ενδιαφέρον για λιγνιτικές μονάδες. Ανεφάρμοστα μέτρα που οδηγούν σε περαιτέρω απαξίωση τη ΔΕΗ και θέτουν εν αμφιβόλω την επάρκεια της χώρας σε ηλεκτρισμό, διαπραγματεύθηκε η κυβέρνηση με τους θεσμούς προκειμένου να αγοράσει χρόνο για να διαχειριστεί πολιτικά το καυτό θέμα της πώλησης παραγωγικού δυναμικού της Επιχείρησης. Αυτό που στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης και του κατευνασμού των εσωκομματικών αντιδράσεων προτάσσει η κυβέρνηση, είναι ότι πέτυχε να μείνει εκτός συμφωνίας δέσμευση για πώληση υδροηλεκτρικών μονάδων.

Πράγματι, οι θεσμοί έχουν αποδεχθεί την πώληση μόνο λιγνιτικών μονάδων, έχουν θέσει όμως ως απαράβατο όρο τη μείωση του παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ κατά 40%. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η ΔΕΗ καλείται μέσω της συμφωνίας να πραγματοποιήσει τον Σεπτέμβριο του 2017 market test και ανάλογα με τα αποτελέσματα να προχωρήσει στα επόμενα βήματα, να βγάλει προς πώληση δηλαδή μονάδες που θα προσελκύσουν επενδυτές. Αυτό που επιμελώς αποκρύπτει η κυβέρνηση είναι ότι η συμφωνία που πέτυχε με τους θεσμούς είναι βραχυπρόθεσμης διάρκειας και ότι το δίμηνο ΣεπτεμβρίουΟκτωβρίου που θα ολοκληρωθεί το market test, το θέμα της πώλησης υδροηλεκτρικών θα επανέλθει, αφού από τώρα οι πάντες, ακόμα και η ίδια η ΔΕΗ, προεξοφλούν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει επενδυτικό ενδιαφέρον για λιγνιτικές μονάδες.

Η βασική παράμετρος που καθιστά μη ελκυστικές τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ ακόμη και στην περίπτωση που έβγαζε προς πώληση τα «φιλέτα» και όχι τα «σαπάκια», συνδέεται με τη μη ανταγωνιστικότητα του λιγνίτη ως καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή. Τα μέτρα για την κλιματική αλλαγή που εφαρμόζει σταδιακά η Ε.Ε., επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής του λιγνίτη, με αποτέλεσμα όλες οι μεγάλες εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής της Ευρώπης να περιορίζουν τα χαρτοφυλάκιά τους στα στερεά καύσιμα, υποκαθιστώντας τα από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και φυσικό αέριο. Το λιγνιτικό χαρτοφυλάκιο της ΔΕΗ έχει πρόσθετους λόγους για να αποτρέψει το ενδιαφέρον των επενδυτών, καθώς οι 10 από τις 14 ενεργές μονάδες της είναι παλαιές, κακοσυντηρημένες και κυρίως τους απομένει ελάχιστος χρόνος ζωής. Το 2020 έχει προγραμματιστεί η απόσυρση των 4 από τις 5 μονάδες του Αγ. Δημητρίου συνολικής ισχύος 1.220 MW, των 4 μονάδων του ΑΗΣ Καρδιάς, συνολικής ισχύος 1.212 MW, των 2 μονάδων του ΑΗΣ Αμυνταίου συνολικής ισχύος 546 MW και των 4 μονάδων του ΑΗΣ Καρδιάς συνολικής ισχύος 550 MW. To 2025 σε απόσυρση θα βγουν και οι δύο μονάδες της Μεγαλόπολης συνολικής ισχύος 511 MW. Ποιος επενδυτής θα αγοράσει μονάδες με διάρκεια ζωής 2 ετών, αφού οι διαγωνισμοί θα ολοκληρωθούν το 2018; Ακόμη και στην περίπτωση που προς πώληση τεθεί ένα μείγμα «καλών» και «κακών» μονάδων, ποιος θα αγοράσει για να παράγει τη μεγαβατώρα με μέσο κόστος 55-60 ευρώ (με χαμηλές τιμές CO2), όταν μπορεί να την αγοράσει μέσω των ΝΟΜΕ (δημοπρασίες ενέργειας) στην τιμή των 37 ευρώ;

H απάντηση είναι προφανής. Η κυβέρνηση, ωστόσο, επέλεξε στο όνομα του πολιτικού κόστους να παρατείνει τα αδιέξοδα και την απαξίωση της ΔΕΗ, πολλαπλασιάζοντας τις επισφάλειες του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, που εδώ και δεκαετίες βαδίζει χωρίς κανένα στρατηγικό σχεδιασμό. Η λιγνιτική παραγωγή της χώρας, είτε ανήκει στη ΔΕΗ είτε σε τρίτους, μετά το 2020 θα περιοριστεί στη μονάδα 5 του Αγ. Δημητρίου (345 ΜW), τη Μελίτη 1 (330 MW), τη νέα μονάδα 5 της Πτολεμαΐδας (600 MW) που βρίσκεται υπό κατασκευή, ενώ μέχρι το 2025 θα λειτουργεί και ο ΑΗΣ Μεγαλόπολης (511 MW). Δηλαδή, μετά το 2020 θα βρίσκονται εν λειτουργία 1.786 MW και μετά το 2025, μόλις 1.275 MW.

Αυτό σημαίνει ότι η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή θα περιοριστεί κάτω από το 20%, ποσοστό ιδιαίτερα επισφαλές για την ομαλή τροφοδοσία της χώρας σε εποχές υψηλής διακύμανσης των τιμών των εισαγόμενων καυσίμων. Για να γίνει αντιληπτή η αξία του λιγνίτη και των εγχώριων καυσίμων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην πρόσφατη ενεργειακή κρίση (δίμηνο Δεκεμβρίου-Ιανουαρίου), εάν δεν υπήρχαν οι λιγνίτες και τα νερά δεν θα είχαμε ρεύμα, ενώ το 2015 με τα capital controls η ενεργειακή κρίση που θα προέκυπτε, θα οδηγούσε αναπόφευκτα τη χώρα σε χρεοκοπία.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Η Σύνταξη

Kατηγορίες

Ιστορικό