Τρεις οι πιθανές εκδοχές
(για το αμέσως επόμενο διάστημα)

Τ

Η πρόσφατη προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση  στην Βουλή  αφήνει ερωτήματα για την σκοπιμότητά της. Για ποιο λόγο άραγε έγινε (και μάλιστα εσπευσμένα) και σε τι απέβλεπε;
Πάντως οι προθέσεις του Πρωθυπουργού για άλλη μία φορά παρέμειναν αδιευκρίνιστες. Έχει λάβει τις τελικές του αποφάσεις και δεν τις κοινοποιεί  ή παραμένει αναποφάσιστος και σε πλήρη σύγχυση για το τι πρέπει να κάνει;

Το πιο σοβαρό, κατά την γνώμη μας, από όσα  είπε ειδικά στην διάρκεια της δευτερολογίας του, ήταν οτι οι διαπραγματεύσεις δεν υπόκεινται σε χρονικούς περιορισμούς και οτι μπορούν να συνεχίζονται για όσο  καιρό ακόμα θα χρειασθεί.
Αν αυτό που είπε  το εννοούσε τότε  στερείται στοιχειώδους αίσθησης της πραγματικότητας. Βρίσκεται αλλού. Πράγμα εντελώς απαράδεχτο και επικίνδυνο για έναν άνθρωπο που διαχειρίζεται τις τύχες μιάς χώρας.

Το ότι ο χρόνος τελειώνει (έχει ήδη τελειώσει) είναι βέβαιο όσο τίποτε άλλο. Ο κύκλος των συνομιλιών, σε αυτή τη φάση, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Το τρέχον πρόγραμμα λήγει στις 30 Ιούνη. Ως πότε θα μπορούσαν να συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις; Είναι η ώρα λοιπόν των επιλογών και των αποφάσεων. Η κυβέρνηση καλείται  να υπογράψει ή όχι την συμφωνία (αυτήν που πρότεινε η Ε.Ε. με όποιες τροποποιήσεις).
Νέα παράταση του προγράμματος, από την μεριά της κυβέρνησης, όπως αναφέρεται σε μερίδα του τύπου,  είναι ανώφελο να ζητηθεί  καθώς αυτή δεν θα λύνει το πρόβλημα της χρηματοδότησης των αυξημένων δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας για τους μήνες Ιούλιο-Αύγουστο, οπότε ποιος ο λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα χρειάζεται μέχρι τον Αύγουστο 10 με 15δις. Αυτά δεν μπορεί να τα πάρει αν δεν υπογράψει την συμφωνία που εκκρεμεί με την Ε.Ε.

Για την κυβέρνηση η υπογραφή της συμφωνίας (που θα κλείνει το ανοιχτό ζήτημα της 5ης αξιολόγησης) έχει πολύ βαρύ τίμημα. Συνιστά στην ουσία την αυτοαναίρεση της αντι-μνημονιακής της πολιτικής, της φυσιογνωμίας της, των ιδεολογικών της αναφορών και βέβαια θέτει ευθέως θέμα κομματικής ενότητας  και  δεδηλωμένης για την κυβέρνηση. Φέρνει τα πάνω κάτω στο πολιτικό σκηνικό. Η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ διακόπτεται καθώς το αντι-μνημονιακό μέτωπο παύει να έχει λόγους να υφίσταται και ανοίγει ο δρόμος για Ευρωπαϊκές συμμαχίες με το ΠΟΤΑΜΙ ή και με το ΠΑΣΟΚ υπό την νέα του ηγεσία. Όλα αυτά παράλληλα με μεγάλες  ανακατατάξεις στο εκλογικό σώμα που μέλλει να συμβούν αναπόφευκτα.

Η υπογραφή  της συμφωνίας από την άλλη, διασώζει ότι μπορεί πλέον να διασωθεί από την καταρρέουσα Ελληνική οικονομία. Είναι η μόνη  σανίδα σωτηρίας που προσωρινά αποτρέπει τα χειρότερα. Είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει άμεσα στην απελευθέρωση της χρηματοδότησης της Ελληνικής οικονομίας σε μια νέα δανειακή σύμβαση το φθινόπωρο (και βέβαια σε ένα νέο μνημόνιο), στην αναδιάρθρωση του χρέους και στην επαναφορά μας σε τροχιά ανασυγκρότησης και ανάπτυξης μέσα σε ένα – δύο χρόνια.
Η επιλογή αυτή προϋποθέτει μεγάλες υπερβάσεις από τον Τσίπρα που είναι ζητούμενο αν μπορεί να τις κάνει.

Η κυβέρνηση και ο Τσίπρας βιώνουν  δραματικά τις συνθήκες του πολιτικού τους εγκλωβισμού. Καταλαβαίνουν ότι τα περιθώρια στενεύουν, ότι οδηγούνται στην αποδοχή της συμφωνίας. Αλλά σαν ιδεολογικός χώρος αδυνατούν να μπούν σε μια περιπέτεια αναθεώρησης της πολιτικής τους καθώς διαβλέπουν τον κίνδυνο να διαλυθούν. Και αναζητούν επίμονα κάποια διέξοδο διαφυγής, αντανακλαστικά εντελώς, χωρίς να το πολυσκέφτονται και να το μεθοδεύουν. Αυτό που τους καθοδηγεί είναι η ανάγκη  να αποφύγουν την υπογραφή της συμφωνίας. Σαν μια τέτοια διέξοδο διαφυγής βλέπουν και τις εκλογές.

Η λύση των εκλογών, που παίζει και αυτή σαν πιθανότητα, είναι ότι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην χρεοκοπία καθώς θα αδυνατούν εν τω μεταξύ να πληρωθούν οι υποχρεώσεις προς τους δανειστές. Θα προκαλέσουν τέτοια πολιτική αστάθεια που θάχει καταστροφικές συνέπειες για την δοκιμαζόμενη Ελληνική οικονομία. Οι εκλογές δεν πρόκειται να λύσουν κανένα πρόβλημα αντίθετα θα ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου  και το Ελληνικό ζήτημα  από διαχειρήσιμο, που είναι ως τώρα, θα καταστεί εντελώς ανεξέλεγκτο κι απρόβλεπτο.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διέξοδος διαφυγής που η κυβέρνηση δεν την βλέπει ή δεν θέλει να την δεί. Της παραίτησής της, επικαλούμενη ακριβώς την αδυναμία της να υπογράψει την προτεινόμενη συμφωνία και συμπράττοντας σε μια υπηρεσιακή ή κυβέρνηση εθνικής ενότητας  που θα επωμισθεί το βάρος μιας τέτοιας υπογραφής και την υλοποίηση των όσων προβλέπει για όσο χρόνο χρειάζεται.
Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να την κάνει η κυβέρνηση χωρίς να αποφεύγει, και σε αυτή την περίπτωση, κάποιες επιπτώσεις στον ιδεολογικό χώρο που εκπροσωπεί. Άρα  έχει κι αυτή τις δυσκολίες της. Ισοδυναμεί  κι αυτή με  παραδοχή της αποτυχίας, με εγκατάλειψη της αντι-μνημονιακής πολιτικής και παράδοση ως ένα βαθμό της εξουσίας. Αλλά εδώ που έχουν φθάσει τα πράγματα μπορεί να υπάρξει λύση χωρίς πολιτικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ; Το θέμα είναι πλέον τα κόστη που θα κληθεί να πληρώσει η  Ελληνική κοινωνία και αυτά θα πρέπει να αναλογίζεται ο Τσίπρας σε ότι αποφάσεις κι αν πάρει.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό