Χρυσή Αυγή:
Για την κατανόηση
και την πολιτική αποτίμηση ενός φαινομένου.

Χ

Το πρόσφατο πολιτικό Βατερλό της Χρυσής Αυγής (Χ.Α.) είναι ένα ακόμα επεισόδιο στην μακρά ιστορία των πολιτικών αποτυχιών του ακροδεξιού χώρου. Ενός καθόλα υπαρκτού πολιτικού χώρου στην Ελλάδα με την δική του διαδρομή και πορεία που μας «χάρισε», στην νεότερη Ελληνική ιστορία, αρκετά πραξικοπήματα και δικτατορίες και μια διαρκή, σε συνθήκες ομαλότητας, παρακρατική παρουσία.
Πριν την Χ.Α. ήταν το ΛΑΟΣ και πριν από αυτόν η «4η Αυγούστου», η ΕΠΕΝ και αρκετές μικρότερες οργανώσεις. Ένας χώρος ολόκληρος με προσβάσεις στον κρατικό μηχανισμό (Στρατό κύρια και Αστυνομία) αλλά και στην Εκκλησία και στα λαϊκά στρώματα των αστικών κέντρων (γεγονός που τον φέρνει διαρκώς αντιμέτωπο με το ΚΚΕ, για λόγους πολιτικής επιρροής, πέραν βέβαια του ιδεολογικού).Ο χώρος της ακροδεξιάς είναι πολυκερματισμένος με ιστορικές διαμάχες που διαιωνίζονται κι αναπαράγονται στο εσωτερικό του επί πολλές δεκαετίες. Είναι ένας έντονα ιδεολογικοποιημένος χώρος με πολύ χαμηλό επίπεδο πολιτικής συγκρότησης. Στην ουσία αδυνατεί να ασκήσει πολιτική. Ζει στον κόσμο του ή μάλλον στον υπόκοσμό του, στην περιθωριακότητά του. Όλη η παρουσία του είναι μια επίφαση πολιτικής.
Η είσοδος μιας ακροδεξιάς οργάνωσης στην κεντρική πολιτική σκηνή, με τα σημερινά δεδομένα, δεν μπορεί παρά να γίνει εντελώς συμπτωματικά., για λόγους καθαρά συγκυριακούς. Δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας ορισμένης πορείας πολιτικής ανάπτυξης. Αυτό ακριβώς συνέβη με τον ΛΑΟΣ και την Χρυσή Αυγή.
Βασικό πολιτικό πρόβλημα που έμμεσα πλην σαφώς αιωρείται στο χώρο και απαιτεί πάντα συγκεκριμένη απάντηση είναι η σχέση της πολιτικής με την παρακρατική δραστηριότητα. Και εδώ θα δούμε ότι έχουν δοθεί κατά καιρούς διάφορες απαντήσεις.
Το ιδεολογικό πλαίσιο σε γενικές γραμμές είναι ορισμένο, αν και επιδέχεται πολλές διαφορετικές διατυπώσεις. Σταθερά στοιχεία αναφοράς παραμένουν ο εθνικισμός και ο ρατσισμός που όμως κάθε φορά τους δίνεται διαφορετικό νόημα (π.χ το Πασοκικής προέλευσης σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», που αποτελεί το κεντρικό σύνθημα της Χ.Α. δεν θα το υιοθετούσε ποτέ η 4η Αυγούστου ή τον ρατσισμό απέναντι κύρια στους Πακιστανούς).
Εκεί που κρίνονται όμως τα ακροδεξιά εγχειρήματα είναι στο χώρο της πολιτικής τον οποίο και δεν κατέχουν. Αγνοούν ότι οι όροι του πολιτικού παιχνιδιού είναι πολύ σκληροί και αδυσώπητοι ειδικά για αυτούς που τους παραβλέπουν ή τους αγνοούν. Ότι στην πολιτική η απόσταση ανάμεσα στην επιτυχία και την καταστροφή είναι εξαιρετικά μικρή. Και ότι από τη μια μέρα στην άλλη μπορεί να βρεθούν στο επίκεντρο αλλά και στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.

Το υπόστρωμα υπάρχει

Η ανάδειξη της Χ.Α. σε παράγοντα της πολιτικής ζωής οφείλεται σε δύο πράγματα. Σε ένα διαχρονικό και μόνιμο και ένα συγκυριακό.
Το πρώτο αφορά το λεγόμενο φαινόμενο της πολιτικής βίας στην Ελλάδα που είναι διάχυτο και εκτεταμένο. Το τελευταίο βιβλίο του Δ. Ψυχογιού «Η πολιτική βία στην Ελληνική κοινωνία» αποκαλύπτει την τεράστια διάσταση του φαινομένου.
Στην ουσία δεν υπάρχει κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα από κόμματα, συνδικάτα, ομάδες πολιτών που να μην εμπεριέχει το στοιχείο της βίας.
Το υπόστρωμα επόμενα υπάρχει. Και θα συνεχίσει να υπάρχει και να χαρακτηρίζει την καθημερινότητά μας. Γιατί προϋπήρχε της κρίσης και θα υπάρχει μετά από αυτήν, σαν αυτόνομο πολιτικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει τον πολιτικό μας πολιτισμό.
Στην Ελληνική κοινωνία έχει επικρατήσει μια ορισμένη μορφή πολιτικής αντιπαράθεσης και μάλιστα με «προοδευτικό» πρόσημο.
Υπάρχει μια πολύ μεγάλη εξοικείωση με πλήθος βίαιες πρακτικές: Με τον επιθετικό και εμπρηστικό λόγο που εκφέρεται καθημερινά από πολιτικούς, συνδικαλιστές και δημοσιογράφους καθώς και με τα επεισόδια σε κάθε συγκέντρωση, με τις καταλήψεις κάθε μορφής, με τις επιθέσεις σε καταστήματα και τράπεζες, με την καταστροφή σχολικών κτιρίων και δημόσιων χώρων, με αποκλεισμούς δρόμων, με το Νερώνειο «θέαμα» των φλεγόμενων μολότωφ, με καθημερινές πρακτικές βίαιης διεκδίκησης συμφερόντων από όλες ανεξαίρετα τις κοινωνικές ομάδες.
Η Ελληνική κοινωνία δεν διαθέτει (ακόμα) θεσμικούς όρους άσκησης πολιτικής και δεν διακατέχεται από την νοοτροπία της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Οι δύο αυτοί παράγοντες αφήνουν πεδίο λαμπρόν για την ανάπτυξη της πολιτικής βίας.
Πάνω σε αυτό το έδαφος μπορεί να ευδοκιμήσει εύκολα μια πολιτική προσπάθεια που να υιοθετεί ανοιχτά τη βία και να την μετουσιώνει σε απόλυτη και ολοκληρωτική ιδέα. Μια τέτοια προσπάθεια έκφρασε η Χ.Α.
Αλλά στην ανάδειξή της συνέβαλαν και λόγοι συγκυρίας.

Οι πολιτικές προεκτάσεις
μιας επιφανειακής και λαθεμένης ανάγνωσης της κρίσης

Συνέβη και αυτό: Κατανοήθηκε η κρίση σαν κρίση διαφθοράς του πολιτικού κόσμου. Πιο συγκεκριμένα του παλιού δικομματισμού(ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.). Κι όχι σαν κρίση του συγκεκριμένου μοντέλου ανάπτυξης (που από τη φύση του εξέτρεφε και φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς και πολύ πέραν του πολιτικού κόσμου όπως αποκαλύπτεται καθημερινά).

Για τις κοινωνίες που περνούν ξαφνικά σε συνθήκες οικονομικής κρίσης έχει πολύ μεγάλη σημασία να γνωρίζουμε πως αποτυπώνεται το γεγονός αυτό στην συνείδησή τους. Τι εμπειρικά αποκομίζουν από μία τέτοια ανατροπή των υλικών όρων της ζωής τους. Που αποδίδουν τις ευθύνες «για το κατάντημα». Αυτό καθορίζει και όλη την μετέπειτα συμπεριφορά τους.
Η Ελληνική κοινωνία απέδωσε τις ευθύνες για την οικονομική κρίση στον δικομματισμό. Αυτό δεν το έκανε αμέσως αλλά σταδιακά. Μέχρι τον Νοέμβρη του 2011 απλά σημειώνονταν μια μείωση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ γύρω στο 10%. Η μεγάλη αλλαγή των συσχετισμών ξεκινά από τις αρχές του 2012 και κορυφώνεται στις διπλές εκλογές του Μάη του ίδιου χρόνου.
Σε όλο αυτό το διάστημα έχουμε την ανάπτυξη ενός απορριπτικού φαινόμενου στην πιο καθαρή του μορφή δηλ. χωρίς καμιά θετική αναφορά. Οι αρνητικές ψήφοι ενάντια στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. κατευθύνονται προς τρία κόμματα: Τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες και την Χρυσή Αυγή.
Όπως οι ψήφοι που πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αριστεροί έτσι και της Χ.Α. δεν είναι φασιστικοί. Είναι αρνητικοί ψήφοι, και στις δύο περιπτώσεις, ενάντια στην Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, ψήφοι καταδίκης του παλιού δικομματισμού (κάτι δηλ. εφήμερο και επιφανειακό, αλλά ταυτόχρονα και δύσκολα αντιστρέψιμο όσο το φαινόμενο της απορρριπτικότητας συνεχίζει να υπάρχει).
Με αυτή την έννοια η Χ.Α. δεν είναι ο κόσμος που την ψήφισε. Και δεν την ψήφισαν παρά ελάχιστοι για αυτό που είναι (όπως και τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ).

Τι είναι η Χρυσή Αυγή.
Ποιες οι προοπτικές της

Η Χρυσή Αυγή είναι μια κλειστή οργάνωση με αναφορά στην νεοναζιστική ιδεολογία (με έναν ιδιαίτερο δικό της τρόπο) και προσανατολισμένη κύρια στην εγκληματική δράση.
Τα χαρακτηριστικά αυτά (μόνιμα καθώς φαίνεται) αποκλείουν την μετατροπή της σε μαζικό κόμμα. Όσο υψηλά ποσοστά κι αν της δίνουν οι δημοσκοπήσεις.
Ο κλειστός χαρακτήρας του κόμματος, οι συνωμοτικές του δομές και η ανοιχτή εγκληματική του δράση περιόριζαν από μόνα τους την λειτουργία της Χ.Α. στο επίπεδο μιας παρακρατικής οργάνωσης, την καθήλωναν εκεί. Αυτό έρχονταν ευθέως σε αντίθεση με την πολιτική της ανάδειξη, μέσα στην συγκεκριμένη συγκυρία, σε τρίτο κόμμα στο Ελληνικό κοινοβούλιο.
Η Χρυσή Αυγή μπορούμε να πούμε ότι στο χώρο της διεθνούς άκρας δεξιάς αποτελεί μια μοναδικότητα. Είναι η μόνη οργάνωση που θέλησε να αναπτυχθεί ταυτόχρονα σαν κοινοβουλευτικό κόμμα και εγκληματική οργάνωση.
Παντού αυτά είναι διαχωρισμένα. Ο συγκερασμός αυτών των δύο είναι αδύνατος. Ή θα ήταν η Χρυσή Αυγή πολιτικό κόμμα καθόλα νόμιμο και κοινοβουλευτικό ή εγκληματική οργάνωση. Και τα δύο ήταν αδύνατον.
Εγκληματικές οργανώσεις όπως η Μαφία στην Ιταλία έχουν αποφύγει χρόνια τώρα την άμεση δική τους ανάμειξη στην πολιτική. Ενώ όλα τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη (και του Λεπέν πρώτα από όλα στην Γαλλία) που έχουν κοινοβουλευτική παρουσία, παραμένουν αυστηρά προσηλωμένα στην νόμιμη λειτουργία τους, και μάλιστα σαν συστημικά πολιτικά κόμματα.
Υπήρξε λοιπόν στην σύλληψη του εγχειρήματος μια τεράστια αφέλεια και πλάνη. Πολιτικά είπαμε οι Χρυσαυγίτες έχουν πολύ μικρή σχέση με την πολιτική. Αυτή είναι και η μεγάλη τους αδυναμία (αυτή ήταν και του Καρατζαφέρη που δεν κατάλαβε πώς πολιτικά καταστράφηκε μέσα σε ένα μήνα). Γενικά ο ακροδεξιός χώρος στην Ελλάδα έχει πολύ χαμηλή πολιτική ανάπτυξη. Πως αλλιώς θα μπορούσε να πιστέψει ότι στην σημερινή, υπό Ευρωπαϊκή εποπτεία Ελλάδα, τα πάντα ήταν αλώσιμα; Και το κοινοβούλιο και η κοινωνική ζωή των Ελλήνων;
Τα εγχείρημα λοιπόν ήταν προεξοφλημένο και αργά ή γρήγορα θα έμπαινε σε κρίση. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κυριαρχήσει ένα τέτοιας μορφής ακροδεξιό φαινόμενο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας. Δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν τέτοια περιθώρια. Και ειδικά από εδώ και πέρα.

Με την πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα πολύ δύσκολα (πλέον) μπορεί να συνεχίσει να παίζει κανείς (βλέπε και προηγούμενο κείμενο).

Οι πολιτικές δομές της Ελλάδας, όπως ανασυγκροτούνται εν μέσω κρίσης, και με Ευρωπαϊκή εποπτεία, δεν είναι δυνατόν να επιτρέψουν αποσταθεροποιητικούς ρόλους σε οργανώσεις τύπου Χρυσής Αυγής (άσχετα αν μπορούν ή όχι αυτές οι οργανώσεις να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο). Ούτε σε αυτές μπορεί να δοθεί η ευκαιρία να «εξαχθούν», όπως ήταν μέχρι χθες, στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Αλλά ούτε το υπό ανασυγκρότηση Ελληνικό Κράτος (το οποίο βρίσκεται και αυτό κάτω από μια διαδικασία αυστηρά εποπτευόμενη) μπορεί να επιτρέψει την λειτουργία παράλληλων παρακρατικών μηχανισμών τέτοιας μορφής και έκτασης.
Το εγχείρημα της Χ.Α., μέσα σε αυτές τις συνθήκες ήταν προδικασμένο σε αποτυχία και ήταν θέμα χρόνου η ανάληψη μιας προσπάθειας για την περιστολή του.
Επέζησε όσο επέζησε γιατί συνέπεσε με μια τεράστια κρίση του Ελληνικού πολιτικού συστήματος και εξίσου τεράστια κρίση του Κράτους. Αυτό είναι το κύριο (και αυτό τουλάχιστον έπρεπε να είχε αναδείξει η αριστερά με την μακρόχρονη παράδοση θεωρητικών αναλύσεων περί κρίσεων του πολιτικού εποικοδομήματος, του Κράτους κλπ.)
Από κει και πέρα υπήρξαν διάφοροι παράγοντες, που συνέβαλαν ο καθένας με τον τρόπο του στην αναβολή της λήψης κάποιων μέτρων, όπως π.χ. οι εκτιμήσεις για ξεφούσκωμα της Χ.Α. και υποχώρηση του φαινόμενου όπως και οι τοποθετήσεις για πολιτική μόνο αντιμετώπιση του προβλήματος (αυτές κύρια από την αριστερά).
Αυτά όμως απέχουν πολύ από το να μιλάμε εκ των υστέρων για συνειδητές συγκαλύψεις και ανοχές. Σαν τέτοιες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ούτε και οι τοποθετήσεις στελεχών της Ν.Δ. για πολιτική παρέμβαση στην εκλογική βάση της Χ.Α. (Κρανιδιώτης, Πολύδωρας κλπ.). Αυτή η κατηγορία μπορεί να απευθυνθεί μόνο στα «σταγονίδια» και τους θύλακες της Χ.Α. που υπήρξαν και έδρασαν όλο αυτό το διάστημα στην αστυνομία.

Αλλά η υπόθεση της πολιτικής σταθερότητας δεν περιορίζεται μόνο στον ακροδεξιό χώρο. Επεκτείνεται προς τις επίσημες δομές του Κράτους (Αστυνομία, Στρατός, Εκκλησία) αλλά και τον Κρατικό συνδικαλισμό (τον μόνο υπαρκτό συνδικαλισμό στην Ελλάδα).
Ήδη η «κάθαρση» στην αστυνομία και το Στρατό προχωρούν. Ενώ οι ιεράρχες έχουν εγκαταλείψει αναφανδόν τα από άμβωνος πολιτικά κηρύγματα (άλλο «αμαρτωλό» καθεστώς κι αυτό) υπέρ της Χ.Α.
Μένει οι κρατικοί συνδικαλιστές να αντιληφθούν ότι οι πολιτικές απεργίες, χωρίς ιεραρχημένα και εφικτά συνδικαλιστικά αιτήματα, εμπίπτουν, από δω και πέρα, στην κατηγορία αποσταθεροποιητικών ενεργειών.

Η θεωρία των δύο άκρων, που τόσο επίμονα και πεισματικά προβάλλεται, εκπέμπει μήνυμα προσαρμογής και προς άλλες κατευθύνσεις και ειδικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Το θέμα είναι πολιτικό και ο ΣΥΡΙΖΑ ευθέως καλείται να επανεκτιμήσει τα νέα πολιτικά δεδομένα καθώς δεν είναι καθόλου άσχετος με φαινόμενα πολιτικής βίας που εκπορεύονται από τον ευρύτερο χώρο της λεγόμενης (με παλιούς όρους) εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και ταλαιπωρούν χρόνια τώρα αυτόν τον τόπο. Η εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ να αρνείται την ύπαρξη της άκρας αριστεράς και των πολιτικών πρακτικών της (των τόσο γνωστών) τον αφήνει έκθετο ηθικά και τον καθιστά ευάλωτο πολιτικά.
Στο εσωτερικό του βέβαια υπάρχουν σημαντικές δυνάμεις που αμφισβητούν και αρνούνται κάθε είδους προσαρμογές (βλέπε τελευταία τοποθέτηση Λαφαζάνη στην «Ισκρα»). Για αυτές υπάρχει πεδίον επίδειξης «απειθαρχίας» λαμπρόν μπροστά τους (χωρίς το ΚΚΕ βέβαια). Δεν έχουν παρά να δοκιμάσουν.
Το βέβαιο είναι ότι τα πράγματα στην αριστερά θα περιπλεχθούν κι άλλο, καθώς ήταν περιπλεγμένα κι από την αρχή (καθώς στον ΣΥΡΙΖΑ έλαβε μέρος μια απλή συστέγαση συνιστωσών και καμιά ουσιαστική διεργασία ενοποίησης τάσεων). Κι ο χώρος είναι εντελώς ανέτοιμος για οποιουσδήποτε διαχωρισμούς και διασπάσεις.
Πολλά θα κριθούν από τις επιλογές Τσίπρα καθώς ήδη διαφαίνεται καθαρά ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ διευρύνει σταθερά την απόστασή του από την εξουσία και το κενό δεν θα μείνει για καιρό ακάλυπτο.

Όσο για την Χρυσή Αυγή, και το τμήμα της που θα διασωθεί, το δίλημμα από δω και πέρα είναι καθαρό: πολιτική ή εγκληματική οργάνωση; Η το ένα ή το άλλο. Όχι πλέον και τα δυο. Φεύγουμε από το κοινοβούλιο, κρατάμε τα τάγματα εφόδου και περνάμε στην παρανομία, με ότι ρίσκο συνεπάγεται κάτι τέτοιο, ή διαλύουμε τα τάγματα και περιοριζόμαστε σε μια νόμιμη λειτουργία πολιτικού κόμματος;
Προς το παρόν η ηγεσία της Χ.Α. φαίνεται να ερωτοτροπεί με το πρώτο. Θα δούμε τελικά τι θα επιλέξει. Καθώς παρά τα επιφαινόμενα αποτελεί από κάθε άποψη και την πιο ευάλωτη οργάνωση. Την πιο εύκολα διαβρώσιμη και αντιμετωπίσιμη. Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα. Πολύ αμφιβάλλουμε ακόμα αν μπορούν να συλλάβουν τα διλήμματα που τους θέτει η ζωή. Και άρα αν είναι σε θέση να δώσουν κάποια πολιτική απάντηση.

Δια ταύτα

Τα ομαδικά πυρά εναντίον της Χρυσής Αυγής, όπως εκτοξεύονται σήμερα από όλα τα μέσα, δεν συνιστούν καμιά αντιφασιστική αφύπνιση. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Όπως δεν συνιστούσε η υψηλή εκλογική καταγραφή της, ένα χρόνο τώρα, κανενός είδους ξαφνική ανάδυση κάποιου μαζικού ακροδεξιού φαινόμενου στην Ελλάδα. Το εξηγήσαμε αυτό παραπάνω. Ήταν η αρνητική (τιμωρητική) ψήφος προς τα δύο κόμματα εξουσίας που ανέδειξε το φαινόμενο της Χ.Α. (όπως και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΕΛ.).
Αλλά, να μην ξεχνάμε ότι υπάρχει πάντα το υπέδαφος της πολιτικής βίας στην Ελλάδα που ευνοεί την γρήγορη ανάπτυξη τέτοιων φαινομένων.

Μια ουσιαστική αντιμετώπιση λοιπόν των ακραίων φαινομένων στην πολιτική μας ζωή συνεπάγεται πρώτα από όλα μια μακρά και επίπονη προσπάθεια πολιτικής αντιμετώπισης του προβλήματος της πολιτικής βίας στην Ελλάδα. Αυτό είναι ένα γενικό θέμα που αφορά όλη την κοινωνία. Και δεν αντιμετωπίζεται με ηθικού τύπου κηρύγματα αλλά με την πρακτική εισαγωγή άλλων κανόνων πολιτικής συμπεριφοράς και την αναβάθμιση της λειτουργίας των θεσμών. Κι αυτό από δω και πέρα μέλλει να αποτελέσει ένα σημαντικό πεδίο πολιτικής παρέμβασης για όσους αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να πάρουν τις αποστάσεις τους από τις κατακτημένες «προοδευτικές» νοοτροπίες και πρακτικές που αναπαρήγαγαν την πολιτική βία στην Ελλάδα χρόνια τώρα.

Μια δεύτερη αντιμετώπιση των ακραίων πολιτικών φαινομένων αφορά την ολική ανασκευή της ερμηνείας της κρίσης. Το πρόβλημα της διαφθοράς είναι υπαρκτό και έχει τριτοκοσμικές διαστάσεις. Και οπωσδήποτε χρήζει άμεσης και αποφασιστικής αντιμετώπισης. Αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να στρέψουμε την προσοχή του κόσμου στα πραγματικά αίτια της κρίσης.
«Αυτό που έριξε το καράβι στα βράχια» δεν ήταν η διαφθορά, αλλά το μοντέλο της μεταπολιτευτικής ανάπτυξης. Και αυτό πρέπει να αλλάξει ριζικά.
Πρέπει να αφήσουμε πίσω μας το αναχρονιστικό καθεστώς της Κρατικής οικονομίας (που μας βόλευε σίγουρα όλους) και να αποσυνδέσουμε το ύψος των εισοδημάτων και της κατανάλωσης από τον δανεισμό.
Να προχωρήσουμε σε όσο το δυνατόν πιο γρήγορη προσαρμογή της Ελληνικής οικονομίας στα διεθνή δεδομένα (άνοιγμα αγορών, αύξηση παραγωγικότητας ανταγωνιστικότητας, ξένες επενδύσεις, καινοτομία κλπ). Καμιά σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς αυτά.

Στο πολιτικό επίπεδο: πρέπει να θέσουμε στο επίκεντρο το απορριπτικό φαινόμενο. Όσο δεν περιορίζεται δεν μπορεί να υπάρξει αλλαγή πολιτικών συσχετισμών.
Ο περιορισμός του απορριπτικού φαινόμενου μπορεί να γίνει μέσα από την ανάδειξη των βαθύτερων αιτίων της κρίσης.
ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. διαχειρίστηκαν ένα μοντέλο. Μέσα σε αυτό κινήθηκαν. Αυτή είναι η ευθύνη τους.
Αλλά, να αναγνωρίσουμε, ότι σε μια άλλη κατεύθυνση δεν ήταν κανείς.
Ούτε η Ελληνική κοινωνία ούτε πολύ περισσότερο κάποιος πολιτικός χώρος (ειδικά από την αριστερά). Αντίθετα μάλιστα. Υπήρχε μια συνδυασμένη πίεση για μεγαλύτερη επέκταση του κράτους και για μεγαλύτερη αύξηση των εισοδημάτων.
Κανείς δεν αντέδρασε, σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης, στο ότι όλα αυτά δεν συνιστούσαν παραγωγική ανάπτυξη, ότι αύξαναν το χρέος, ότι υποθήκευαν το μέλλον της χώρας, ότι γίνονταν με δανεικά.

Συνυπευθυνότητα οπωσδήποτε όλων στην κρίση (όχι στην χυδαία της έκδοση «μαζί τα φάγαμε» που αναφέρεται στη διαφθορά και δεν αφορά βέβαια όλους). Συνυπευθυνότητα στην στρατηγική που ακολουθήθηκε, στο οικονομικό μοντέλο που ίσχυσε.
Η αυτογνωσία αυτή συνιστά το πρώτο βήμα για την έξοδο από την εύκολη απορριπτικότητα.
Το πρώτο βήμα για μια χειραφετημένη πολιτική συμπεριφορά.
Το δεύτερο αφορά την υποστήριξη των μεγάλων αλλαγών που χρειάζεται η χώρα. Όπου θα πρέπει να υπάρξουν μελετημένα προγράμματα που να προβλέπουν μια άλλου τύπου ανάπτυξη.
Η κοινωνία πρέπει να πεισθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι προς το συμφέρον της.
Ότι δυνατότητα επιστροφής στο παλιό καθεστώς δεν υπάρχει.
Ότι οι αλλαγές σε όλα τα μέτωπα, της πολιτικής, της οικονομίας, του κράτους, της παιδείας, της υγείας, της ασφάλειας, είναι επιβεβλημένες να προχωρήσουν όχι επειδή τις θέλει η Τρόϊκα αλλά επειδή τις έχει ανάγκη ο τόπος.

Όλοι όσοι επωφελήθηκαν και συνεχίζουν να επωφελούνται από το απορριπτικό φαινόμενο προσπαθούν να το συντηρήσουν.
Αποφεύγουν να αναφερθούν στα πραγματικά αίτια της κρίσης.
Δαιμονοποιούν τον ξένο παράγοντα.
Περιορίζονται σε διαπιστώσεις γύρω από την δύσκολη καθημερινότητα των Ελλήνων.
Εμπορεύονται πολιτικά την οικονομική δυστυχία και προτρέπουν σε ανατροπές χωρίς προορισμό.

Είναι οι πολιτικοί μας αντίπαλοι. Όπου και αν ανήκουν. Σε κόμματα ή σε Μέσα.

Το εγχείρημα της μεταστροφής του κλίματος μέσα στην Ελληνική κοινωνία είναι ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα που παίζεται αυτή και την επόμενη περίοδο, σε όλα τα επίπεδα. Από αυτό θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό η επιζητούμενη διέξοδος.
Γιατί χωρίς συμμετοχή της Ελληνικής κοινωνίας οποιαδήποτε αλλαγή (με μόνη την επιμονή της Τρόϊκας) είναι αδύνατο να μπορέσει να ολοκληρωθεί.

Μήλιος Χρήστος

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Μήλιος Χρήστος

Kατηγορίες

Ιστορικό