Το νέο τοπίο
μετά το «πολιτικό ατύχημα» της ΔΗΜΑΡ

Τ

Και εμείς αναρωτιόμασταν (στο προηγούμενο κείμενο) για ποιο πράγμα άραγε συζητούσαν τόσες μέρες και τόσες ώρες οι αρχηγοί των τριών κομμάτων της συγκυβέρνησης.
Ήταν απορίας άξιον καθώς η απόφαση του ΣτΕ για την ΕΡΤ ήταν σαφής.
Αυτοί όμως είχαν μπλέξει με το πόσοι θα επαναπροσληφθούν, στο μεταβατικό στάδιο, και με τι συμβάσεις.
Ένα θέμα ήσσονος σημασίας (οι συμβάσεις θα ίσχυαν το πολύ για 2-3 μήνες) που όμως δεν έλεγε να κλείσει.
Ο Σαμαράς από την μεριά του πίστευε πως έπρεπε να κάνει κάποιες υποχωρήσεις προκειμένου να πετύχει ένα συμβιβασμό, και να διατηρήσει τον τρικομματικό χαρακτήρα της κυβέρνησης. Έφθασε να δέχεται 2000 τρίμηνες συμβάσεις και μοριοδότηση των παλιών υπαλλήλων. Στη λογική όμως ενός συμβιβασμού κι όχι επειδή έβλεπε ένα άμεσο ενδεχόμενο αποχώρησης της ΔΗΜΑΡ.
Το ίδιο και ο Βενιζέλος που μπορεί να αναφέρθηκε στη περίπτωση αποχώρησης της ΔΗΜΑΡ από την Κυβέρνηση, αλλά δεν πίστευε ότι αυτό θα γινόταν άμεσα και χωρίς σοβαρούς λόγους.

Η έξοδος της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση δεν ήταν προμελετημένη.
Δεν σχεδιάστηκε, δεν μεθοδεύτηκε.
Προέκυψε από λάθος χειρισμούς. Πρόκειται καθαρά για ένα «πολιτικό ατύχημα».

Στην ΔΗΜΑΡ μπορούν να καταλογισθούν :
-ανωριμότητα πολιτική
-απειρία στη διαχείριση προβλημάτων σε επίπεδο εξουσίας
-εμφάνιση, για άλλη μια φορά, του σύνδρομου του αυτοπεριορισμού που χαρακτηρίζει ιστορικά όλη την αριστερά
-και πολύ επιφανειακή – ταχτική κατανόηση του όλου θέματος της συμμετοχής στην Κυβέρνηση.

Θα περάσει πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσει η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ τη σημασία του λάθους της. Και ίσως ποτέ να μην συμβεί κάτι τέτοιο.
Κρίνοντας από τις τοποθετήσεις της επόμενης ημέρας διαπιστώνει κανείς την τεράστια σύγχυση που επικρατεί στα στελέχη της και το ανέτοιμο γενικά της όλης επιλογής της εξόδου (αλλά μήπως είχαν λυμένο το ζήτημα της εισόδου στην κυβέρνηση;)
Η προσπάθεια να μετατεθεί η ευθύνη στον Σαμαρά και στον τρόπο που ασκούσε τα καθήκοντά του, δεν βοηθά και συνιστά καθαρή υπεκφυγή. Βέβαια ο χώρος της ΔΗΜΑΡ, σαν συνέχεια του πάλαι ποτέ χώρου της ανανεωτικής αριστεράς δεν μας έχει συνηθίσει σε ρηξικέλευθες τοποθετήσεις. Γιατί τώρα να το τολμήσει;

Στην κοινωνία η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση προκάλεσε πολύ αρνητική εντύπωση. Ήταν και η εκπροσώπησή της στην κυβέρνηση με δύο υπουργούς, που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, στην διάρκεια της θητείας τους, δεν έπεισαν. Ο Αντώνης Μανιτάκης γιατί, παρ’ όλες τις προθέσεις του, δεν φρόντισε μέσα από τα μίντια να κρατήσει ένα δίαυλο επαφής με την κοινωνία και να κάνει κατανοητή τη θέση του, με αποτέλεσμα να χρεωθεί όλη την καθυστέρηση των αλλαγών στο δημόσιο, ενώ ο Α. Ρουπακιώτης γιατί μετέφερε σε κυβερνητικό επίπεδο όλη την παλαιοκομματική πρακτική και νοοτροπία ενός συνδικαλιστή-εκπρόσωπου μιάς ισχυρής συντεχνίας.
Η αίσθηση επόμενα που υπάρχει στην κοινωνία είναι ότι, με την έξοδο της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση δεν χάθηκε και κάτι, που τέλος πάντων, δεν άξιζε να χαθεί.

Η νέα κυβέρνηση μπορεί να έχασε σε εύρος συναίνεσης κέρδισε όμως σε συνοχή.
ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. έχουν τον τρόπο τους να συνεννοούνται καλύτερα. Εξ άλλου αποτελούν την μοναδική πρόταση εξουσίας (με ή χωρίς άλλες υποστηρίξεις). Άλλη λύση δεν υπάρχει. Τα περί αριστερής πρότασης εξουσίας κλπ. απέχουν μακράν της πραγματικότητας.
Ο δικομματισμός συνεχίζει στην Ελλάδα της κρίσης να αποτελεί το μοναδικό σύστημα διακυβέρνησης. Απλά αντί της εναλλαγής των δύο κομμάτων έχουμε συγκυβέρνηση. Αλλά μέσα από αυτά τα δύο κόμματα ακόμα περνάν οι όποιες κυβερνητικές λύσεις. Είτε μας αρέσει αυτό είτε όχι. Ένα εγχείρημα τρικομματισμού προς το παρόν έχει αποτύχει. Θα δούμε στο μέλλον.

Ο μεγάλος κερδισμένος της τελευταίας κυβερνητικής κρίσης υπήρξε αναμφισβήτητα το ΠΑΣΟΚ και μάλιστα χωρίς να κάνει τίποτα. Απλά με την έξοδο της ΔΗΜΑΡ αυξήθηκε δυσανάλογα, όπως ήταν επόμενο, το δικό του ειδικό βάρος στην κυβέρνηση. Κι έτσι βρέθηκε με έναν σημαντικό αριθμό υπουργοποιημένων στελεχών.
Από δώ και πέρα καλείται να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά αυτή την εύνοια που του επιφύλασσαν οι τελευταίες εξελίξεις. Θα μπορέσει να το κάνει; Τουλάχιστον οριακά;

Το ότι η πολιτική ζωή του τόπου, μετά από μια τόσο μεγάλη κρίση, ελάχιστα έχει ανανεωθεί αποτελεί ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Στο οποίο όμως τουλάχιστον η αριστερά δεν έχει τίποτα να προσφέρει. Γεγονός που έχει πλήρως καταδειχθεί τον τελευταίο χρόνο. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η αριστερά σήμερα αποτελεί τον συνεπέστερο εκφραστή του «σύγχρονου» αναχρονισμού και της συντήρησης. Το προοδευτικό μέλλον μόνο κολεκτιβισμό δεν πρόκειται να έχει.

Η ανανέωση της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα δεν παίζεται στο χώρο της αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ.) αλλά πέραν αυτής (και της άκρας δεξιάς).
Όλα θα κριθούν στον ενδιάμεσο χώρο που αποτελεί την μεγάλη πλειοψηφία. Οι σημερινοί συσχετισμοί είναι παραμορφωτικοί μιάς πραγματικότητας κι άρα συγκυριακοί. Η διαδικασία αποκατάσταση μιάς άλλης ισορροπίας δυνάμεων δεν θα αργήσει να ξεκινήσει.

Έως τότε θα πορευτούμε σε συνθήκες σχετικής πολιτικής σταθερότητας με βάση την δικομματική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. και το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Τρόϊκας. Κι αυτό αποτελεί, στις σημερινές συνθήκες μια καλή συνθήκη για την Ελλάδα. Γιατί υπάρχουν και χειρότερα (αστάθεια, ακυβερνησία, ανακύκλωση υπαρξιακών διλημμάτων κλπ.).
Η Ελληνική κοινωνία τα διαισθάνεται όλα αυτά και πέρα από την όποια δυσαρέσκεια που εκδηλώνει (και αυτήν με τον πιο συγκρατημένο τρόπο) δεν βλέπει καμία άλλη λύση. Γι αυτό και στην συντριπτική της πλειοψηφία αποστρέφεται τις εκλογές. Γεγονός που αποτελεί την μεγαλύτερη απόδειξη ότι δεν βλέπει άλλη κυβερνητική πρόταση στο τραπέζι.

Η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ σε μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν εκφράζει παρά το χρόνιο σύνδρομο αυτοπεριορισμού της αριστεράς. Την αδυναμία της να ανοιχτεί στην κοινωνία και να απευθυνθεί σε ευρύτερες δυνάμεις.
Η αριστερά αυτή καθ’ αυτή καταλαμβάνει έναν πολύ περιορισμένο χώρο στην πολιτική γεωγραφία της Ελλάδας και απέχει παρασάγγας από το να συνιστά κανένα ρεύμα πλειοψηφικό. Υπό δημοκρατικές συνθήκες είναι αδύνατη η κοινοβουλευτική της επικράτηση.(εξ’ ού και τα πραξικοπηματικά σενάρια που διανθίζουν τα φυλλάδια όλων των συνιστωσών).
Η εκλογική ανάπτυξή του ΣΥΡΙΖΑ τον τελευταίο χρόνο είναι ένα εντελώς συγκυριακό φαινόμενο που όμως αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει. Και το «άνοιγμα» στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μόνο πολιτική συμμαχιών δεν συνιστά.
Αλλά και αν ακόμα ευδοκιμούσε μια τέτοια συνεργασία θα ήταν ικανή να διασφαλίσει καμιά κυβερνησιμότητα στην αριστερά;
Και μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΙΑ τι θα σήμαινε στην σημερινή Ελλάδα; Που κολλάει στην σύγχρονη πραγματικότητα;

Η αναμόρφωση του Ελληνικού πολιτικού συστήματος θάναι, από ότι φαίνεται, μια μακρά διαδικασία. Αλλά δεν μπορεί παρά στην κατάληξή της να περιλαμβάνει οπωσδήποτε τον δραματικό περιορισμό της δύναμης της αριστεράς, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη. Άλλωστε δεν αποτελεί παρά μια από τις αναχρονιστικές δομές που μας κληροδότησε η μεταπολίτευση.
Η κοινωνία θα διεκδικήσει το μέλλον της και θα θελήσει να πάει μπροστά. Αφήνοντας πίσω ξεπερασμένες ιδεολογίες και προγράμματα που την κρατούν καθηλωμένη στο παρελθόν.

Μήλιος Χρήστος

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό