Μετεκλογικά δεδομένα και αναπροσαρμογές

Μ

Επιστροφή στην πεζή πραγματικότητα.

Η χώρα απέκτησε κυβέρνηση. Τα πράγματα επανήλθαν στη παλιά γνώριμη κατάσταση.
Οι πολιτικές ισορροπίες αποκαταστάθηκαν.
Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, με την συνηγορία αυτή τη φορά και της ΔΗΜΑΡ, ανέλαβαν και πάλι την διακυβέρνηση του τόπου. Αυτή τη φορά με κορμό τη Ν.Δ.
Η διαταραχή που προέκυψε αποδείχθηκε πως ήταν προσωρινή. Το πολιτικό σύστημα επανέκτησε των έλεγχο των εξελίξεων.
Η αποδόμηση των αποτελεσμάτων της 6ης Mαη έχει ήδη συντελεστεί με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. Αποφεύχθηκαν τόσο η ακυβερνησία όσο και η εκδοχή σχηματισμού κυβέρνησης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ.

Aναγκαίος ο ριζικός αναπροσανατολισμος της κυβέρνησης και τα νέα μέτωπα

Το πρώτο πράγμα που καλείται να διορθώσει, εκ των πραγμάτων, η νέα κυβέρνηση είναι ο γενικός της προσανατολισμός. Από το πεδίο της επαναδιαπραγμάτευσης να περάσει στο πεδίο των διαρθρωτικών αλλαγών. Χωρίς αυτές δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επαναδιαπραγμάτευσης.
Η κυβέρνηση από την μεριά της μιλάει για κάποια «δείγματα γραφής» που πρέπει να δώσει προκειμένου να επαναδιαπραγματευθεί σημεία του μνημονίου. Αλλά αρκεί αυτό; Η Ε.Ε. και το Δ.ΝΤ αυτό ζητούν; Εκεί βρίσκονται τα πράγματα σήμερα στην Ευρώπη ή έχουν προχωρήσει σε ένα άλλο στάδιο πιο κρίσιμο, πιο καθοριστικό και εμείς ακόμα δεν το έχουμε αντιληφθεί ;
Γεγονός είναι πάντως ότι, εδώ και καιρό, η θέση της χώρας μας συνεχώς επιδεινώνεται. Στην ουσία τελούμε υπό καθεστώς πλήρους απομόνωσης. Χωρίς συμμαχίες και στηρίγματα με τις κοινωνίες πλέον (κι όχι τις κυβερνήσεις) του Ευρωπαϊκού νότου να ζητούν την έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ.
Το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος (αλλά και της Ελληνικής κοινωνίας) είναι ότι μόνιμα βρίσκονται εκτός των όσων ορίζουν οι Ευρωπαϊκές συμφωνίες και ειδικά στο σκέλος των μεταρρυθμίσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι δυόμιση χρόνια τώρα δεν έχει γίνει η παραμικρή μεταρρύθμιση. Με αποτέλεσμα να παραμένει άθικτο όλο το παρασιτικό – κρατικοδίαιτο μοντέλο της μεταπολίτευσης το οποίο κανείς δεν θέλει να αλλάξει.
Η αναμέτρηση σήμερα στην Ελλάδα γίνεται ανάμεσα σε έναν ατελέσφορο εκσυγχρονισμό και τον αναχρονισμό .Τον πρώτο τον εκπροσωπεί κύρια το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. και τον δεύτερο ο ΣΥΡΙΖΑ.
Παρ’ όλη την κρίση που διερχόμαστε κανένας άνεμος αλλαγής δεν πνέει στην Ελληνική κοινωνία. Πολιτικό σύστημα και κοινωνία αντιστέκονται σε κάθε ιδέα ανατροπής του κοινωνικού και πολιτικού status.
Ο εκσυγχρονισμός , η μεταρρύθμιση, ο εξευρωπαϊσμός, όπως και αν το πει κανείς, στερείται στην Ελλάδα κοινωνικής βάσης. Αυτό είναι στην ουσία και το ζήτημα που επιτείνει στις μέρες μας τα εθνικά αδιέξοδα.
Η κυβέρνηση Σαμαρά απέναντι στις διαρθρωτικές αλλαγές που εκκρεμούν έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις, Παπανδρέου, Παπαδήμου, αυτή δεν μπορεί να ακολουθήσει την πεπατημένη (αναβολές, χρονικές μεταθέσεις κλπ.). Είναι υποχρεωμένη, ως ένα σημείο να τις προχωρήσει με ότι πολιτικό κόστος συνεπάγεται κάτι τέτοιο.
Οι αποκρατικοποιήσεις, από την άλλη, πέρα από υποχρεωτικές, είναι και οι μόνες που προσφέρονται οικονομικά για αξιοποίηση σε αυτή τη φάση. Μέσα από αυτές δίνεται η δυνατότητα να επέλθει ένας, έστω και πρόσκαιρος, μετριασμός του προγράμματος λιτότητας.
Για την κυβέρνηση επόμενα οι διαρθρωτικές αλλαγές σε αυτή τη φάση ταυτίζονται με τις αποκρατικοποιήσεις. Και καλύπτουν όλες τις πλευρές της πολιτικής της (αποφεύγονται μεγάλης έκτασης νέα μέτρα, γίνεται λόγος για ανάπτυξη, για την δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης κλπ.). Είναι από πολλές απόψεις χρήσιμη και αναγκαία η πρόταξή τους.
Στο θέμα βέβαια των αποκρατικοποιήσεων πέρα από το οικονομικό παίζονται και κρίσιμα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το μετεκλογικό τοπίο. Στις ΔΕΚΟ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ανήκει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Τη στιγμή που οι ΔΕΚΟ περάσουν στην διαδικασία αποκρατικοποίησης αλλάζουν όλα τα δεδομένα σχετικά με την πολιτική βαρύτητα αυτών των χώρων. Οι συντεχνίες θα αποδυναμωθούν και θα πάψουν στο εξής να αποτελούν παράγοντα που προσμετράται με άμεσο τρόπο στους πολιτικούς συσχετισμούς. Αυτό το γνωρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ γι αυτό και αντιδρά τόσο έντονα στις αποκρατικοποιήσεις. Δεν είναι ο κρατισμός του, δεν είναι ιδεολογικοί οι λόγοι, που τον αναγκάζουν να οξύνει την αντιπαράθεση. Είναι κρίσιμα ζητήματα πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών που τον υποχρεώνουν να κάνει κάτι τέτοιο.
Τα μετεκλογικά μέτωπα ξεφεύγουν κάπως από το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Δεν έχουν συνολική και απ’ ευθείας αναφορά σε αυτό. Γυρνάμε πίσω στα αντικυβερνητικά μέτωπα. Τα αιτήματα της νέας περιόδου δεν θα αφορούν την λιτότητα, αλλά τις αποκρατικοποιήσεις. Η σύγκρουση θα είναι με τις συντεχνίες του δημοσίου και των ΔΕΚΟ. Κι αντί για γενικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα θα έχουμε απεργίες, στάσεις εργασίας, κοινωνικά προβλήματα με το νερό , το ρεύμα, τις συγκοινωνίες κλπ. Στο πολιτικό επίπεδο η σύγκρουση θα είναι ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις από τη μια και τον ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη.
Οι συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ κι ο ΣΥΡΙΖΑ θα δώσουν μάχες οπισθοφυλακών. Δεν πρόκειται βέβαια να κερδίσουν από έναν τέτοιο πόλεμο. Ένας ακόμα πυλώνας του μεταπολιτευτικού συστήματος θα καταρρεύσει μαζί με την διάλυση των ΔΕΚΟ. Κάτι που ήταν καθαρά θέμα χρόνου να συμβεί. Όλα αυτά στο βαθμό και το μέτρο που θα προχωρήσουν οι αποκρατικοποιήσεις. Γιατί στην Ελλάδα για τίποτα δεν μπορείς να είσαι σίγουρος.

Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας

Για τον ΣΥΡΙΖΑ ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπόσχεται πολλά και τίποτα. Η χρεοκοπία του νέου κυβερνητικού εγχειρήματος αν και βέβαιη, δεν διασφαλίζει το δικό του κυβερνητικό μέλλον. Για να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνητική προοπτική θα πρέπει να μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας (που δεν ήταν στις πρόσφατες εκλογές).
Η πολιτική, με τους οικουμενικούς όρους που διαμορφώνεται πλέον, ορίζει και τα ασφυκτικά πλαίσια μέσα στα οποία είναι δυνατή η σταθεροποίηση επί μέρους εθνικών συσχετισμών που να μην λειτουργούν σαν παράγοντες ευρύτερης αστάθειας. Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην το γνωρίζει ακριβώς αυτό το πρόβλημα, αλλά σίγουρα το διαισθάνθηκε στην διάρκεια της δεύτερης αναμέτρησης (εξ’ ου και η ανακούφιση από το αποτέλεσμα των εκλογών).
Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανέτοιμος να κυβερνήσει. Αυτό όμως δεν επηρέασε το αποτέλεσμα των εκλογών. Η ετοιμότητα ή όχι ενός κόμματος να κυβερνήσει δεν υπεισέρχεται προς στιγμήν στα δεδομένα που επηρεάζουν την λαϊκή βούληση (ενώ θα έπρεπε).
Η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας μπαίνει εκ των υστέρων, μετά τις εκλογές, και συνεπάγεται μια σειρά αναπροσαρμογές, σε πολιτικές θέσεις, στα κομματικά δεδομένα, σε διεθνείς αναφορές κ.α. Χωρίς αυτές δύσκολα θα μπορέσει να διεκδικήσει ενα κυβερνητικό ρόλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιλέξει: ή θα προσαρμοσθεί στα Ευρωπαϊκά δεδομένα και θα μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας (με πιθανότητα να καλύψει το κενό του ΠΑΣΟΚ) ή θα παραμείνει στην αντιπολίτευση σαν ένα κόμμα διαμαρτυρίας και συνολικής απόρριψης .
Το εγχείρημα της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας αποτελεί την πιθανότερη εκδοχή. Προς τα εκεί κλίνει ο ηγετικός του πυρήνας. Το γεγονός αυτό τροποποιεί όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα. Είναι ένα εγχείρημα με αρκετές δυσκολίες σε πολλά επίπεδα. Δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Και δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει.
Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ θα κινηθεί βασικά από τον Αλέξη Τσίπρα. Ήδη εμφανίζει στοιχεία αποστασιοποίησης από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Στην διάρκεια της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης ήταν έκδηλη και η προσπάθεια ανάπτυξης μιας απ’ ευθείας σχέσης με την Ελληνική κοινωνία, γεγονός που κατ’ αρχάς είχε θετικά αποτελέσματα για τον ίδιο. Το αρχηγικό προφίλ του Τσίπρα έχει σημαντικά ενισχυθεί. Εξ άλλου η κοινωνία δεν έχει καμιά σχέση με τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, με την ΔΕΑ, την ΚΟΕ, την Ρόζα, το αριστερό ρεύμα κ.ά. Αυτό συνιστά έναν ευνοϊκό παράγοντα για τις επιδιώξεις του Τσίπρα. Όπως επίσης ευνοϊκό παράγοντα συνιστά και η συγκεκριμένη οργανωτική δομή του ΣΥΡΙΖΑ, η έλλειψη οργανώσεων και μελών όπως και η μεγάλη παράδοση άτυπων λειτουργιών- καθ’ όλα γραφειοκρατικών- που κυριαρχεί από χρόνια στις σχέσεις των συνιστωσών. Όλα αυτά ευνοούν την σχετικά γρήγορη και εύκολη μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα αρχηγικό κόμμα (κάτι που ο Α.Παπανδρέου είδε και έπαθε για να το πετύχει).
Αυτό συνιστά μία από τις δύο βασικές αλλαγές που προοιωνίζονται και θα συμβάλει σημαντικά στον κεντρικό έλεγχο και την ενιαία εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η άλλη αφορά την πολιτική του, το πρόγραμμά του που πρέπει να αναθεωρηθεί και να προσαρμοστεί στις ανάγκες συμμετοχής σε κυβερνητικά σχήματα. Γεγονός που προϋποθέτει αυτό να κινείται αυστηρά σε Ευρωπαϊκά πλαίσια.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε προεκλογικά ότι είναι έτοιμος να προχωρήσει. Η διγλωσσία σε πολλά ζητήματα προεκλογικά ήταν δείγμα τέτοιων προθέσεων. Άλλωστε οι προσαρμογές αυτές γίνονται σταδιακά, δεν αφορούν απότομες μετατοπίσεις.
Προς το παρόν το μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων δίνει τον τόνο της τρέχουσας αντιπαράθεσης και όπως είναι επόμενο οδηγεί σε αναπόφευκτες πρόσκαιρες πολώσεις. Η εξουσιαστική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο θα καθορισθεί, σε βάθος χρόνου, έξω από αυτό το μέτωπο (όσο κρίσιμο κι αν είναι γι’ αυτόν) αλλά και τις άλλες αναμετρήσεις που θα μεσολαβήσουν.

Το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου
Ποιος να αλλάξει ποιόν

Από εκεί που ήταν το πιο εύκολο πράγμα να είσαι ΠΑΣΟΚ κατάντησε το πιο δύσκολο. Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά και από τα πολλά στα λίγα.
Και τα συντηρητικά μπαρμπαδάκια που δεν τα έδινε κανείς σημασία αποδείχθηκε ότι αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα του ΠΑΣΟΚ. Με αυτά έμεινε ο Ευάγγελος, η κυρία Διαμαντοπούλου, και ο κύριος Λοβέρδος. Ποιος να αλλάξει τώρα ποιόν.
Τα λαμόγια εγκατέλειψαν πρώτα το καράβι και μετακόμισαν στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και η λεγόμενη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ. Και οι δυο αυτοί χώροι προσέδιδαν μια δυναμική στο ΠΑΣΟΚ. Τώρα;
Για τον Βενιζέλο είναι ότι χειρότερο μπορούσε να του συμβεί. Η αναρρίχησή του στην ηγεσία συνέπεσε με την πολιτική συντριβή του ΠΑΣΟΚ. Τώρα κάθεται και σκέπτεται πως θα ανασυγκροτήσει τον χώρο. Μη έχοντας καμιά δυνατότητα και εμπειρία πάνω σε τέτοιου είδους σύνθετα πολιτικά προβλήματα. Ο ίδιος δεν έχει ασχοληθεί ποτέ με οργανώσεις και κόμματα. Είναι ο πιο ακατάλληλος να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο έργο. Αυτό το γνωρίζουν στο ΠΑΣΟΚ αλλά δεν έχουν άλλη λύση. Πέραν αυτού και η λεγόμενη ανασυγκρότηση του κεντρο-αριστερού χώρου φαίνεται να κινείται κύρια έξω από το ΠΑΣΟΚ (πάντως όχι με επίκεντρο το ΠΑΣΟΚ). Γεγονός που περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα.
Αλλά και ο επαναπατρισμός όσων φύγαν δεν φαίνεται να μπορεί να γίνει με επιθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η προβληματικότητα του εγχειρήματος της ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ είναι ηλίου φαεινότερη. Και δεν πρόκειται να βγάλει τίποτα. Το θέμα είναι τι άλλο θα μπορούσε να προκύψει από αυτό το χώρο. Υπάρχει κάτι να περιμένει κανείς;

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό