Η Σύνοδος των 20 στο Μεξικό: Σύγκρουση δυο πολιτικών με επίκεντρο την Ευρωπαϊκή κρίση

Η

Σε έκτακτες συνθήκες, καθώς η ευρωπαϊκή κρίση εξαπλώνεται, πραγματοποιήθηκε η προγραμματισμένη συνεδρίαση  των G20, Στο Λός Κάμπος του Μεξικού, στις 19 – 20 Ιουνίου, με τη συμμετοχή των αρχηγών κρατών και των υπουργών οικονομικών.Το ελληνικό πρόβλημα, που μονοπώλησε το παγκόσμιο ενδιαφέρον το τελευταίο δίμηνο, ως παράγων μετάδοσης της κρίσης, περνά προσωρινά μετά τα εκλογικά αποτελέσματα, σε δεύτερο επίπεδο. Όμως η παγκόσμια ανησυχία συνεχίζεται και εντείνεται. Η εξάπλωση της ευρωπαϊκής κρίσης στην Ισπανία και την Ιταλία, ως πρόβλημα αδυναμίας δανεισμού, θέτει το ζήτημα στο κέντρο του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σε ελάχιστο χρόνο, μετά την απόφαση της Ε.Ε., για την διάσωση των ισπανικών τραπεζών, το κόστος δανεισμού της Ισπανίας (που ήδη βρίσκονταν σε απαγορευτικά επίπεδα), αλλά και της Ιταλίας εκτινάχτηκε. Το δάνειο των 100 δισ. ευρώ, αν και δόθηκε λίγο πριν τις ελληνικές εκλογές, ως ενίσχυση του τείχους προστασίας της υπόλοιπης ευρωζώνης (λόγω της αβεβαιότητας του εκλογικού αποτελέσματος στην Ελλάδα), δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το δάνειο, για την ανακεφαλαιοποίηση των ισπανικών τραπεζών,  προστέθηκε στο δημόσιο χρέος της χώρας, μετατρέποντας το ισπανικό πρόβλημα σε πρόβλημα δημόσιου χρέους.

Η κρίση των Ισπανικών τραπεζών (και όσων έπονται) θέτουν το πρόβλημα πλέον στην ουσία του. Ότι η ευρωπαϊκή κρίση είναι βασικά χρηματοπιστωτική κρίση των Ευρωπαϊκών τραπεζών, και ότι η κρίση χρέους είναι απόρροια αυτής της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η αναζωπύρωση του προβλήματος της ευρωζώνης, έφερε ξανά στο προσκήνιο τη σύγκρουση δύο πολιτικών, όπως έχουν διαμορφωθεί στην πορεία εξέλιξης της παγκόσμιας κρίσης.
Από τη μία “η σχολή των ΗΠΑ”, υποστηρίζει ότι η παγκόσμια κρίση αντιμετωπίζεται με την τόνωση της οικονομίας, ρίχνοντας χρήμα στην αγορά (με κοπή χρήματος και υπερδανεισμό από την διεθνή αγορά), πυροδοτώντας ελεγχόμενα τον πληθωρισμό. Πέρα από την ανεργία, που προέκυψε εξαιτίας της ύφεσης, οι ΗΠΑ δεν κατέφυγαν σε αύξηση της φορολογίας και δεν μετέθεσαν τα βάρη της κρίσης στην κοινωνία (έως τώρα), αλλά με τα τρισεκατομμύρια που δανείσθηκαν και έκοψαν, επιχειρούν να στηρίξουν το τραπεζικό τους σύστημα. Με πρόθεση να διαμορφώσουν παρεμβατικά, τις προϋποθέσεις αναπτυξιακού κλίματος, προσδοκώντας σε νέες επενδύσεις και σε επανεκκίνηση της οικονομίας. Οι ΗΠΑ βέβαια στηρίζουν την πολιτική τους στην μεγάλη φερεγγυότητα του δολάριου, ως το κύριο νόμισμα των διεθνών συναλλαγών. Από την άλλη μεριά όμως, η πολιτική των ΗΠΑ σημαίνει εκτίναξη των δημόσιων χρεών τους, σε δυσθεώρητα ύψη. Ελπίζουν σε μελλοντική(;) αντιμετώπιση τους, αλλά και ρισκάρουν ταυτόχρονα ζητήματα ύψιστης σημασίας, που αφορούν τον ηγεμονικό τους ρόλο, καθώς η κρίση του συστήματος είναι πέραν προθέσεων και προβλέψεων.

Η “Γερμανική σχολή”, υποστηρίζει αντίθετα, περιοριστικές πολιτικές, δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας. Υποστηρίζει ότι αυτή η πολιτική προηγείται της ανάπτυξης. Η ανάπτυξη (με δημόσιες επενδύσεις) προαπαιτεί υγιή δημοσιονομικά μεγέθη,  ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις, προαπαιτούν σταθερό οικονομικό περιβάλλον. Στοιχεία που δεν υπάρχουν στις παρούσες συνθήκες της κρίσης, όπως και η ανάπτυξη μέσω δανεισμού για τις χώρες της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν πρόβλημα δανεισμού από τις αγορές. Η χρηματοδότηση της ανάπτυξης με τη δημιουργία νέων χρεών  στα ήδη υπάρχοντα, έχει ως συνέπεια την ανακύκλωση της κρίσης σε υψηλότερο επίπεδο.
Αν και η γερμανική πολιτική είναι ενδεδειγμένη από οικονομική σκοπιά, αντιμετωπίζει ένα συνεχώς διογκούμενο πρόβλημα. Οι πολιτικές λιτότητας δημιουργούν αντιστάσεις. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν διαμορφωθεί μεταπολεμικά με την αντίληψη της αέναης ανάπτυξης και άρα της διαρκούς βελτίωσης των όρων διαβίωσης. Η κρίση διαλύει επώδυνα τις αυταπάτες της ευημερίας αλλά και γεννά κινήματα κατά της λιτότητας. Οι χώρες του Νότου βυθίζονται στην ύφεση και την ανεργία, και καταστρέφεται  ο οικονομικός τους ιστός. Η γερμανική πολιτική δεν γίνεται αποδεκτή από τις κοινωνίες. Οι αντιδράσεις ενάντια στα αποτελέσματα της ύφεσης, μπορεί πρόσκαιρα να ευνοούν την αριστερά (Ελλάδα), αλλά το εκρηκτικό μίγμα που δημιουργείται, λειτουργεί προοπτικά υπέρ της ακροδεξιάς. Στο βαθμό που η κρίση θα διαρκεί, και οι ασκούμενες πολιτικές θα συνεχίζονται, θα αναπτύσσονται ακραίοι εθνικιστικοί-λαϊκιστικοί σχηματισμοί.  Η κοινωνική νομιμοποίηση της Ε.Ε. και των θεσμών της θα δοκιμάζεται.

Μετά από μια περίοδο επιβράδυνσης της κρίσης, η “βήμα-βήμα”, πολιτική αντιμετώπισης της,  που ακολουθεί ο πολιτικός πυρήνας της Ε.Ε., διαφαίνεται και πάλι ανεπαρκής. Σ’ αυτή τη φάση, η γερμανική πολιτική βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, που εκφράστηκε καθαρά και στη σύνοδο των G20. Βέβαια η αντιπαράθεση των δύο πολιτικών (ΗΠΑ-Γερμανίας) θα συνεχιστεί. Η Γερμανία δεν θέλει και δεν μπορεί να αναλάβει το κόστος της ευρωπαϊκής κρίσης. Η δυναμική της κρίσης θα καθορίσει την έκβαση των πολιτικών συγκρούσεων, σε ένα όλο και περισσότερο πολύπλοκο περιβάλλον.

Θανάσης Τρυψάνης
27-6-12

Υ.Γ. Σ’ αυτή τη φάση πάντως η Γερμανία, στην πρόσφατη συνάντηση των 4 στη Ρώμη(Μέρκελ-Ολάντ-Μόντι-Ραχόι), μετά τη σύνοδο των G20, αποδέχθηκε ένα μικρό συμβιβασμό. Ένα αναπτυξιακό πακέτο, ύψους 130 δισ., που το τελικό περιεχόμενο και οι φορείς χρηματοδότησης του, θα αποφασιστούν στη σύνοδο κορυφής της 28ης Ιουνίου. Χωρίς βέβαια να αλλάζουν οι κεντρικοί πολιτικοί στόχοι. Πάντως οι Γερμανοί επιμένουν ότι η ανάπτυξη δεν πρόκειται να γίνει με αύξηση των δημοσίων χρεών των χωρών της ευρωζώνης. Επιμένουν ακόμη (ανυποχώρητα) ότι ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός (ευρωομόλογα), δεν πρόκειται να γίνει παρά σε βάθος χρόνου και με την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης της δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης. Ίδωμεν.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Τρυψάνης Θανάσης

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό