9η Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης: Όταν το μέικ-απ δεν κρύβει τις ρυτίδες

9

Του Ανταίου Χρυσοστομίδη
Αυγή, 03/06/2012

Υπάρχουν δύο τρόποι να κρίνει κανείς τη φετινή έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Ο ένας τρόπος είναι να την κρίνει σε σύγκριση με την περσινή. Ο άλλος τρόπος είναι να την κρίνει σε σχέση με την κατάσταση κατάθλιψης και απαισιοδοξίας στην οποία κολυμπάμε όλοι λόγω κρίσης.

Αν την κρίνουμε σε σχέση με την περσινή ή την προπέρσινη έκθεση, η φετινή ήταν σαφώς κατώτερη όλων των προσδοκιών: λιγότερος κόσμος, λιγότεροι εκδότες, λιγότερες ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις, λιγότεροι συγγραφείς, λιγότερες πωλήσεις. Ήταν, όπως μου έλεγε ένας φίλος εκδότης, μια βαρετή έκθεση.

Αν την κρίνουμε σε σχέση με την κρίση που περνάμε, η έκθεση ήταν ικανοποιητική: το βιβλίο όχι μόνο δεν βγήκε λαβωμένο από τη φετινή εκδήλωση αλλά αντίθετα φάνηκε να βρίσκεται σε πολύ καλύτερη υγεία από ό,τι πραγματικά είναι. Μολονότι είναι από τους χώρους που περισσότερο χτυπήθηκαν από την κρίση, ο χώρος του βιβλίου δεν έδωσε μια εικόνα μιζέριας ή ηττοπάθειας, κι ας ήταν φανερή η μείωση της παραγωγής και των νέων τίτλων που κυκλοφορούν.

Όπως όμως και να κρίνει κανείς αυτή την ένατη έκθεση -οι περισσότεροι δημοσιογράφοι νιώθοντας την ανάγκη να υπερασπιστούν έναν θεσμό που δεν πρέπει να πεθάνει, έγραψαν μόνο καλά λόγια- το γεγονός είναι ότι η φετινή έκθεση είχε τα προβλήματα που είχαν και οι προηγούμενες εκθέσεις, συν τα προβλήματα που δημιούργησε η απουσία σχεδόν όλων των μεγάλων εκδοτών, με την εξαίρεση των εκδόσεων Πατάκη που έφεραν και φέτος το μεγάλο τους περίπτερο – το μόνο που ξεχώριζε από τα υπόλοιπα.

Ποιοι ήταν οι εκδότες που δεν ανέβηκαν φέτος στη Θεσσαλονίκη; Αναφέρω μερικά γνωστά ονόματα που ήταν εκεί τις προηγούμενες χρονιές: Άγκυρα, Ενάλιος, Καστανιώτης, Κέδρος, Λιβάνης, Μεταίχμιο (φέτος είχε μόνο παιδικό περίπτερο), Μίνωας, Εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη, Πόλις, Σκρίπτα, Τόπος, Ψυχογιός, Ωκεανίδα. Οι εκδότες αυτοί (που, τελικά, δεν ήταν «μόνο πέντε-έξι» όπως δηλωνόταν στις συνεντεύξεις τύπου των οργανωτών) στήριξαν από την αρχή την Έκθεση Θεσσαλονίκης αλλά αποφάσισαν ότι, σε αυτή την εποχή της κρίσης, δεν έχουν τη δυνατότητα να ξοδέψουν τα χρήματα που ξόδευαν τα προηγούμενα χρόνια. Κάποιοι από αυτούς θα προτιμούσαν η έκθεση να γινόταν στην Αθήνα, ξεκινώντας από τη βάση ότι το 95% των εκδοτών κατοικοεδρεύει στην πρωτεύουσα, και ότι η επιλογή της Θεσσαλονίκης ήταν μια πολιτική επιλογή που δεν έλαβε καθόλου υπόψη τους ίδιους τους εκδότες, τις διαθέσεις τους και τα προβλήματά τους. Άλλοι όμως θα ερχόντουσαν ευχαρίστως πάλι στη Θεσσαλονίκη αν -το γράψαμε και σε προηγούμενο σημείωμα τον Μάρτιο που μας πέρασε- το ΕΚΕΒΙ και η ΔΕΘ εμφανίζονταν πιο ευέλικτοι και προσπαθούσαν να βρούνε λύσεις στο πρόβλημα.

Όλοι πλέον έχουν ακούσει για το περίφημο «σκασίλα μας» που η διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου είπε σε συνέντευξη τύπου όταν ζητήθηκε η γνώμη της για την απουσία των μεγάλων εκδοτών. Όσο κι αν δεχτούμε ότι η ατυχής αυτή φράση ήταν το αποτέλεσμα μιας ατυχούς στιγμής (παρότι η ίδια δεν προσπάθησε να επανορθώσει ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε αργότερα) η βασική λογική δεν αλλάζει: στο μυαλό των οργανωτών της η έκθεση δεν γίνεται για το καλό του βιβλίου και για την ανάπτυξη της εκδοτικής δραστηριότητας αλλά περίπου για τον… εαυτό της, κάτι σαν έκθεση για την έκθεση. Αν μάλιστα δώσει κανείς σημασία σε αυτά που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια των εγκαινίων από τοπικούς φορείς (ακούστηκε ένα τρομερό «πάνω από το πτώμα μας θα πάρουν την έκθεση από τη Θεσσαλονίκη»), τότε εύκολα βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι στη λογική οργάνωσης της έκθεσης κυριαρχούν άλλες, πέραν της βιβλιοφιλίας, συνιστώσες.

Κι όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από το να αντιμετωπίζεται το (υπαρκτό έτσι κι αλλιώς) πρόβλημα της πόλης στην οποία θα φιλοξενείται η έκθεση με όρους Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, ενταγμένη δηλαδή στην (γελοία) αντιπαράθεση Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Κανένας δεν αμφισβητεί ότι η Θεσσαλονίκη έχει ανάγκη την έκθεση, ότι οι Θεσσαλονικείς άρχισαν εδώ και λίγα χρόνια να την αγκαλιάζουν, ότι ο Μπουτάρης σε αντίθεση με τον προκάτοχό του ενδιαφέρθηκε γι’ αυτήν, ότι δεν πρέπει όλα να γίνονται στην αχανή, αφιλόξενη Αθήνα. Όταν όμως ένας μεγάλος εκδότης (και δυστυχώς ή ευτυχώς έκθεση χωρίς μεγάλους εκδότες δεν γίνεται: σκεφτείτε την Έκθεση Φρανκφούρτης χωρίς τους μεγάλους γερμανικούς οίκους, θα ήταν η μισή από ό,τι είναι) χρειάζεται να πληρώσει κάθε φορά 15 – 20.000 ευρώ για να καλύψει κάπως αξιοπρεπώς τις ανάγκες του (έξοδα ενοικίου, έξοδα αναπαλαίωσης του περσινού περιπτέρου, μεταφορικά και διαμονή 5-7 ατόμων που θα πουλάνε ή θα κάνουν διάφορες άλλες δουλειές, έξοδα κίνησης και διαμονής Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, μεταφορικά βιβλίων κ.ά.) κι αυτά τα έξοδα δεν καλύπτονται από την πώληση των βιβλίων (και δεν θα μπορέσουν να καλυφθούν ποτέ, όσο μεγάλος κι αν είναι ο αριθμός πωλήσεων), τότε το πρόβλημα είναι καθαρά οικονομικό.

Οι οργανωτές της Έκθεσης έχουν εξασφαλίσει χρήματα από το ΕΣΠΑ για τις δύο ή τρεις επόμενες εκθέσεις – γι’ αυτό, λένε, κοιμούνται ήσυχοι (βλέποντας, μάλλον, αλαζονικά όνειρα). Η Έκθεση θα συνεχίσει να γίνεται στη Θεσσαλονίκη διότι λεφτά υπάρχουν, λένε. Αν οι ποιοτικές παράμετροι της έκθεσης θα είναι αυτές των προηγούμενων χρόνων, δεν φαίνεται να τους απασχολεί. Στη δική τους λογική το μόνο που τους απασχολεί είναι να ευημερούν οι αριθμοί. Ή να φαίνεται πως ευημερούν οι αριθμοί.

Ένας καλοπροαίρετος αλλά προσεκτικός επισκέπτης της φετινής έκθεσης θα εντυπωσιαζόταν από την παρουσία 1) άφθονων παπάδων που δεν είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια (τυχαία η ενεργός συμμετοχή Άνθιμου φέτος στα εγκαίνια;) και 2) από μικροπερίπτερα, από αυτά που η έκθεση δίνει δωρεάν, με άγνωστες υπογραφές. Κάποιοι από αυτούς πιθανώς να είναι νέοι, μικροί εκδότες που κάνουν τα πρώτα τους βήματα. Κάποιοι άλλοι όμως ήταν χονδρέμποροι, ή βιβλιοπώλες που διακινούν έναν ή δύο τίτλους (είδα ολόκληρα περίπτερα να εκθέτουν έναν μόνο τίτλο!) και των οποίων η παρουσία χρησίμευε στο να ανεβαίνουν οι αριθμοί συμμετοχής και να μην φαίνονται τα αληθινά στοιχεία κρίσης που άρχισε να αντιμετωπίζει η έκθεση. Κανείς δεν λέει να μην υπάρχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι -το αντίθετο, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν διαφορετικά- αλλά όταν η παρουσία τους χρησιμοποιείται απλώς για την ενίσχυση του λαβωμένου προφίλ της έκθεσης, τότε η συζήτηση είναι άλλη.

Οι Θεσσαλονικείς, παρά τον κακό βροχερό καιρό (που όμως σίγουρα απέτρεψε κάποιους να πάνε και στη Χαλκιδική – τέλη Μαΐου έγινε η έκθεση) ήρθαν και γέμισαν τις εκδηλώσεις με τα μεγάλα ονόματα ή τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Τα μεγάλα ονόματα όμως ήταν φέτος λιγοστά: ο Κουστουρίτσα, ο Κέρετ, η Χίσλοου, ο ελληνοτραφής Φλάισερ από τους ξένους, η Τριανταφύλλου, ο Χωμενίδης, ο Χριστιανόπουλος, ο Μαρτινίδης, ο Σκαμπαρδώνης (οι τρεις τελευταίοι όμως είναι τακτικοί επισκέπτες της έκθεσης καθότι Θεσσαλονικείς). Κατά τα άλλα υπήρχαν όπως πάντα αρκετά νέα ονόματα, αρκετές παρουσιάσεις νέων βιβλίων, περίπτερα για την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Ούτε κουβέντα όμως για την κρίση του βιβλίου, ούτε μια συζήτηση, ούτε ένας προβληματισμός.

Το περίπτερο της Σερβίας, της προσκεκλημένης χώρας, μικρό και χαμηλών τόνων, με μια ωραία (αλλά λάθος τοποθετημένη, πίσω από πολυθρόνες) έκθεση με αφίσες από τη ζωή του μεγαλύτερου Σέρβου συγγραφέα, του νομπελίστα Ίβο Άντριτς. Ο Άντριτς και το περίφημο μυθιστόρημά του «Το γεφύρι του Δρίνου» τράβηξαν το ενδιαφέρον του κοινού αλλά είναι φανερό ότι και η παρουσία των ξένων χωρών πρέπει να ξανασχεδιαστεί από την αρχή. Διεθνής δεν γίνεται μια έκθεση επειδή απλώς παραχωρείς μικρά περίπτερα στις πρεσβείες κάποιων κρατών (κι εξασφαλίζεις την -ας πούμε- γραφειοκρατική παρουσία τους) αλλά μόνο αν εξασφαλίσεις την παρουσία ξένων εκδοτών που θέλουν να αγοράσουν ή να πουλήσουν δικαιώματα, να ενημερωθούν, να κλείσουν συμφωνίες, να δουν τους Έλληνες συνάδελφους τους.

Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει και μάλλον δεν θα συμβεί ούτε τα επόμενα χρόνια – εδώ δεν το έχουν καταφέρει μεγάλες εθνικές εκθέσεις όπως αυτές του Παρισιού και του Τορίνου, θα το καταφέρουμε εμείς; Το ζητούμενο είναι μια καλή εθνική έκθεση, που θα προσκαλεί κάθε φορά μια ξένη χώρα (η πρόσκληση όμως δεν πρέπει να αποφασίζεται στα γραφεία των συμβούλων του εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού με βάση κάποιες πολιτικές και όχι βιβλιοφιλικές προτεραιότητες…) της οποίας η λογοτεχνία θα ενδιαφέρει το ελληνικό κοινό: η πρόσκληση της Κίνας π.χ. πρόπερσι ήταν εντελώς παράλογη αφού μόνο ένα ή δύο κινέζικα μυθιστορήματα (ξεχνάμε τους διαφωνούντες και τους αμερικανο-θρεμμένους Κινέζους) έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα. Να θυμίσουμε ότι ακόμα δεν έχουν προσκληθεί χώρες όπως η Αγγλία, η Ιταλία, η Ισπανία, που μετράνε εκατοντάδες τίτλων μεταφρασμένων στην Ελλάδα;

Αξιοπρεπής λοιπόν η φετινή έκθεση, θύμιζε μεσόκοπη κυρία της οποίας το φροντισμένο μέικ-απ δεν καταφέρνει τελικά να κρύψει τις ρυτίδες. Το θέμα είναι τι θα γίνει του χρόνου. Αν οι οργανωτές αφήσουν τις ποδοσφαιρικές διαμάχες και προσπαθήσουν να σκύψουν στα προβλήματα των εκδοτών (αυτοί, άλλωστε, δεν είναι, μαζί με το κοινό, η δεύτερη συνιστώσα των εκθέσεων;) τότε η έκθεση μπορεί να συνεχίσει -ακόμα και σε καιρό κρίσης- να υπάρχει και να βελτιώνεται συνεχώς. Κι αφού ο λόγος περί ποδοσφαίρου, θα επιμείνω ότι η μπάλα είναι πλέον στα πόδια του ΕΚΕΒΙ.

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Σχόλια

Η Σύνταξη

Kατηγορίες

Ιστορικό