ΤΟΥΡΚΙΑ: ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ του ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Τ

Η Τουρκία οδηγήθηκε στο πρόσφατο δημοψήφισμα  όταν τον περασμένο Μάιο ο Ερντογάν, ναι μεν δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 για την άμεση έγκριση των συνταγματικών τροποποιήσεων από το κοινοβούλιο, όμως οι 360 ψήφοι υπέρ του, επαρκούσαν για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος κατέγραψαν μια καθαρή επικράτηση του ΝΑΙ, σε συνθήκες πόλωσης, (ΝΑΙ 58%, ΟΧΙ 42%, Συμμετοχή 77%), που προτάθηκε και υποστηρίχθηκε μόνον από το κυβερνητικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και αυτό έχει τη σημασία του. Όπως και το γεγονός  ότι το ΑΚΡ κέρδισε στην Άγκυρα (54,07%) και στην Κων/πολη (54,86%). Τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), που ίδρυσε ο Κεμάλ, και το Κόμμα της Εθνικιστικής Δράσης (MHR) βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση. Ιδιαίτερα το CHP, το οποίο εκφράζει παραδοσιακά τον κεμαλισμό, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την μεταρρυθμιστική και φιλοευρωπαϊκή ρητορική του Ερντογάν. Έτσι ένας αρκετά μεγάλος αριθμός φιλελευθέρων-δημοκρατικών πολιτών και διανοουμένων που δεν σχετίζονται με το πολιτικό Ισλάμ και το κόμμα του Ερντογάν υποστήριξαν τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμη μικρά κόμματα της αριστεράς επέλεξαν τη γραμμή της αποχής.  Έτσι αν και το αποτέλεσμα ενίσχυσε τη θέση του Ερντογάν και του ΑΚΡ, τα ποσοστά του ΝΑΙ δεν πρέπει να συγχέονται  με τα εκλογικά ποσοστά του ισλαμικού κυβερνώντος κόμματος που είναι σαφώς πολύ μικρότερα. Επίσης καταγράφηκε καθαρά το κουρδικό ζήτημα, αφού στις κουρδικές περιοχές επικράτησε μαζικά η γραμμή της αποχής (σε ορισμένες περιοχές  έως το 78%), ως αντίδραση στη μη αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας.

Η συνταγματική αναθεώρηση(*), όπως και άλλες στο παρελθόν, είναι περιορισμένης κλίμακας (δεν θέτει  πολιτειακό ζήτημα και δεν θα μπορούσε). Με την ενίσχυση του πολιτικού προσωπικού σε συνταγματικά όργανα, τον διαχωρισμό στρατιωτικής και πολιτικής δικαιοσύνης και την υπαγωγή των εγκλημάτων κατά του πολιτεύματος στα πολιτικά δικαστήρια), επιχειρεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά, σε δυνητικές επεμβάσεις  του στρατιωτικο – δικαστικού κατεστημένου. Η εφαρμογή της συνταγματικής αναθεώρησης όμως δεν είναι αυτονόητη και δεδομένη. Οι μηχανισμοί του στρατιωτικού καθεστώτος θα επιχειρήσουν την ακύρωση τους, όπως και στο παρελθόν. Έτσι δεν είναι βέβαιο ότι θα θιγεί η θεσμική υπόσταση του στρατού. Προς το παρόν είναι όμως μια ακόμη πολιτική νίκη του Ερντογάν, που ισχυροποιεί παραπέρα τη θέση του. Μια ταχτική πολιτική νίκη σ’ ένα μακρύ αγώνα εξουσίας με αβέβαιη έκβαση.
Πολλοί εκτιμούν ότι πρόκειται για την αρχή μιας ιστορικής ανατροπής των συσχετισμών, που θα οδηγήσει στην πλήρη επικράτηση των ισλαμιστών.  Μπορεί το “βαθύ κράτος” να εμφανίζει τάσεις αποδυνάμωσης, ιδιαίτερα από το 2002 που την κυβερνητική εξουσία ασκεί συνεχώς το πολιτικό Ισλάμ. Ο  πυρήνας όμως της ιστορικής διαμόρφωσης του νεοτουρκικού κράτους είναι ο στρατός. Ο στρατός ήταν, είναι και παραμένει το καθεστώς. Και τα καθεστώτα δεν ανατρέπονται με συνταγματικές αναθεωρήσεις και μεταρρυθμίσεις. Ιστορικά, ανατρέπονται μόνο μέσα από εθνικές κρίσεις.

Η υπερψήφιση του ΝΑΙ λέγεται ακόμη,  ότι σηματοδοτεί ένα μεγάλο βήμα προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και του εκδυτικισμού της Τουρκίας. Στην προέκταση αυτής της εκτίμησης δημιουργείται η εντύπωση ότι οι ισλαμιστές συνθέτουν το προοδευτικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας και οι κοσμικοί το αντιδραστικό. Είναι το λεγόμενο “τουρκικό παράδοξο”.
Αυτή είναι μια πρώτη ανάγνωση, όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι ισλαμιστές στο κοινωνικό επίπεδο εκφράζουν τα λαϊκά στρώματα της Ανατολίας στα οποία κυριαρχεί ένας αυξανόμενος θρησκευτικός συντηρητισμός. Από την άλλη, τα μεσαία και ανώτερα στρώματα αποτελούν τον πυρήνα του κοσμικού κράτους, που έθεσε τις  βάσεις του εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού της χώρας, συνεχίζοντας την κεμαλική παράδοση. Η κοινωνική αυτή διάσταση αποτυπώνεται καθαρά στα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος: το ΝΑΙ κυριαρχεί σ’ όλη την Ανατολία, το ΟΧΙ σε όλα τα μικρασιατικά παράλια.
Η πορεία εκδημοκρατισμού της Τουρκίας είναι μία διαδικασία πολύπλοκη και αβέβαιη. Η απουσία των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν τη χώρα σ’ αυτή τη πορεία είναι εμφανής. Πάντως ένας εκδημοκρατισμός δυτικού τύπου δεν μπορεί να επιτελεστεί από το πολιτικό Ισλάμ. Όμως αν η έντονη διαπάλη μεταξύ των δύο πόλων (Στρατιωτικό καθεστώς – Πολιτικό Ισλάμ), αντιμετωπιστεί μανιχαϊστικά, και με δεδομένο τον αυταρχικό χαρακτήρα του στρατιωτικού καθεστώτος, εύκολα  μπορεί  να περάσει κανείς στην υποστήριξη του άλλου πόλου, του πολιτικού Ισλάμ, ως της δύναμης που προωθεί τον εκδημοκρατισμό στην Τουρκία.
Στην ελληνική πραγματικότητα ο ρόλος του τουρκικού  στρατού χρησιμοποιείται περισσότερο ως απόδειξη της βιαιότητας του τουρκικού κράτους, παρά ως ένα φαινόμενο ( η Τουρκία συνολικά) που χρήζει ανάλυσης πέρα από τα στερεότυπα και τα εθνικά μας ιδεολογήματα.

Θανάσης Τρυψάνης
Οκτώβριος 2010

(*). Περίληψη των συνταγματικών αλλαγών
Οι συνταγματικές τροπολογίες αφορούν κυρίως αλλαγές στη δικαιοσύνη (στο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων), που ελέγχονται από το στρατιωτικό-δικαστικό κατεστημένο, όπου και προβλέπεται: η αύξηση των μελών τους (με προτάσεις της Βουλής) και η αύξηση του ορίου στη λήψη των αποφάσεων. Ειδικότερα, τα μέλη του Συνταγματικού δικαστηρίου από 11 που ήταν γίνονται 17 εκ των οποίων απαιτείται πλειοψηφία 12 μελών για συνταγματικές αλλαγές και μείζονες αποφάσεις όπως απαγόρευση λειτουργίας κόμματος και διάλυσης του (έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν). Επίσης τα μέλη του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων (σώμα που διορίζει και παύει δικαστές) αυξάνονται από 7 σε 21 με την εθνοσυνέλευση  να αποκτά μεγαλύτερες αρμοδιότητες στην επιλογή των μελών του. Όσον αφορά το στρατό και τη στρατιωτική δικαιοσύνη προβλέπεται όπως εγκλήματα κατά του πολιτεύματος που φέρεται πως διέπραξαν μέλη των ενόπλων δυνάμεων θα εκδικάζονται στα πολιτικά δικαστήρια. Ακόμη οι πολίτες δεν θα δικάζονται από στρατοδικεία. Τέλος αίρεται η ασυλία των πρωταιτίων του πραξικοπήματος του 1980 που ηγήθηκε ο στρατηγός Κενάν Εβρέν με την κατάργηση του σχετικού άρθρου του συντάγματος, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για προσφυγές στα δικαστήρια εναντίον τους.  Η συνταγματική μεταρρύθμιση ολοκληρώνεται με ένα πακέτο μέτρων που απορρέει από τις ανάγκες εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο (δικαίωμα προσφυγής στον συνήγορο του πολίτη, συμμετοχή σε περισσότερες της μιας συνδικαλιστικές οργανώσεις, μέτρα υπέρ των παιδιών, ηλικιωμένων, αναπήρων κλ.π.).

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Τρυψάνης Θανάσης

Σχόλια

Kατηγορίες

Ιστορικό